Ημέρα Εθνικής Μνήμης: Ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και η αιώνια πληγή της ιστορίας

Η δημόσια αναγνώριση της γενοκτονίας στην Ελλάδα συνδέεται και με τον τρόπο που η χώρα θέλει να μιλήσει για τα ανθρώπινα δικαιώματα σήμερα.

4
352

Σήμερα η Ελλάδα στέκεται μπροστά στη μνήμη και κοιτάζει κατάματα ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια του εικοστού αιώνα. Κάθε 14 Σεπτεμβρίου τιμάται η Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος.

Η επιλογή της ημερομηνίας δεν είναι τυχαία καθώς συμπίπτει με τις ημέρες που η Σμύρνη παραδόθηκε στις φλόγες το 1922 και κύλησε οριστικά η αυλαία της τρισχιλιόχρονης παρουσίας του μικρασιατικού ελληνισμού.

Η ημέρα έχει θεσπιστεί με νόμο της Ελληνικής Δημοκρατίας και αποτελεί πλέον μέρος του δημόσιου ημερολογίου της μνήμης μαζί με τη Μέρα Μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων που έχει οριστεί χωριστά. Η νομική κατοχύρωση της μνήμης υπενθυμίζει ότι η ιστορία δεν είναι απλώς ένα κεφάλαιο στα βιβλία αλλά μια ηθική δέσμευση απέναντι στους νεκρούς και στους ξεριζωμένους που βρέθηκαν στην απέναντι όχθη του Αιγαίου με μια βαλίτσα ψυχής.

Η πυρκαγιά της Σμύρνης δεν ήταν ένα μεμονωμένο συμβάν. Υπήρξε ο δραματικός επίλογος μιας μακράς αλυσίδας διωγμών εκτοπίσεων και σφαγών που εκδηλώθηκαν σε κύματα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έως και τον πόλεμο 1919 με 1922. Η πιο πρόσφατη έρευνα για τα γεγονότα της Σμύρνης περιγράφει τις ημέρες του Σεπτεμβρίου του 1922 ως μια συντονισμένη καταστροφή που αφάνισε τις ελληνικές και αρμενικές συνοικίες. Μαρτυρίες διπλωματών ιεραποστόλων και ιστορικών τεκμηριώνουν ότι η φωτιά ξεκίνησε στις 13 Σεπτεμβρίου και διήρκεσε έως τις 22 Σεπτεμβρίου με τους πρόσφυγες να στοιβάζονται στο λιμάνι και τη θάλασσα να γίνεται έσχατο καταφύγιο. Η ευθύνη για την έναρξη και την εξάπλωση της πυρκαγιάς παραμένει πεδίο αντιπαράθεσης ωστόσο το σώμα σημαντικών μη τουρκικών ερευνών συγκλίνει στην απόδοση της ευθύνης σε τουρκικές δυνάμεις και σε μια πρόθεση εκκαθάρισης της χριστιανικής παρουσίας στην πόλη.

Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της καταστροφής χρειάζεται να τοποθετήσουμε τα γεγονότα στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Η παρουσία των Ελλήνων στην Ιωνία στον Πόντο στη Βιθυνία και στην Καππαδοκία συνιστούσε έναν πλούσιο πολιτισμικό καμβά με ισχυρές αστικές κοινότητες εμπόριο σχολές και εκκλησίες. Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο άμβωνας του εθνικισμού και η ανάδυση νέων κρατικών σχηματισμών δημιούργησαν ένα περιβάλλον στο οποίο οι μειονότητες αντιμετωπίστηκαν ως εμπόδιο για την επιθυμία ομογενοποίησης. Η έννοια της γενοκτονίας όπως κατοχυρώθηκε αργότερα από τα Ηνωμένα Έθνη περιλαμβάνει πράξεις που επιχειρούν την καταστροφή μιας εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας όχι μόνο με μαζικές δολοφονίες αλλά και με τη βίαιη μεταβολή των όρων ζωής ώστε να οδηγηθεί η ομάδα στον αφανισμό. Αυτή η νομική γλώσσα φωτίζει με σκληρή καθαρότητα όσα συνέβησαν στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής τις δεκαετίες του 1910 και του 1920.

Το 1923 η Σύμβαση της Λοζάνης περί υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μοίρασε οριστικά το τραύμα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Περίπου ενάμιση εκατομμύριο ορθόδοξοι από την Ανατολία και από την Ανατολική Θράκη αναγκάστηκαν να αφήσουν σπίτια περιουσίες και μνήμη για να μεταφερθούν στην Ελλάδα ενώ περίπου πεντακόσιες χιλιάδες μουσουλμάνοι από τον βορρά της Ελλάδας πήραν το αντίστροφο ταξίδι. Η συμφωνία υπογράφηκε στη Λοζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923 και αποτέλεσε την πρώτη διεθνώς επιβαλλόμενη ανταλλαγή πληθυσμών της νεωτερικής εποχής ένα μοντέλο που θα ακολουθούσαν αργότερα και άλλες περιοχές με επιχείρημα τη σταθερότητα και τίμημα την ανθρώπινη ζωή και τις κοινότητες που εξαφανίστηκαν από τους χάρτες. Η βιβλιογραφία για την ανταλλαγή είναι πλούσια και εστιάζει στις κοινωνικές συνέπειες στους προσφυγικούς συνοικισμούς στη μεταφορά δεξιοτήτων και στη σύγκρουση ταυτότητας που έζησαν οι νεοφερμένοι όταν βρέθηκαν να τους αποκαλούν τουρκόσπορους ενώ κουβαλούσαν ελληνική γλώσσα πίστη και ήθος αιώνων.

Στην ίδια περίοδο η ελληνική επέμβαση στη Μικρά Ασία και η κατάληψη της Σμύρνης το 1919 αποτέλεσαν μέρος μιας ευρύτερης γεωπολιτικής στρατηγικής που ακολούθησε η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου σε συνεννόηση με τους συμμάχους της Αντάντ. Η ιστοριογραφία της λεγόμενης Ιωνικής Ιδέας δείχνει την ασφυκτική πίεση των μεγάλων δυνάμεων την αλαζονεία και τις αυταπάτες της Αθήνας και τις ραγδαίες μεταβολές στα μέτωπα του πολέμου. Οι ήττες του 1921 και του 1922 κατέστησαν την αποχώρηση αναπόφευκτη όμως η αποχώρηση δεν στάθηκε αρκετή για να αποσοβήσει την καταστροφή. Η Σμύρνη έγινε στάχτη και μαζί της ένα πολυπολιτισμικό πείραμα που επιβίωνε αιώνες στην άκρη της Μεσογείου.

Ο όρος γενοκτονία εφαρμόζεται στη μικρασιατική εμπειρία από σημαντικό μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας που μιλά για συστηματική εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολίας στη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου και της επακολουθήσασας σύγκρουσης. Στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται οι Έλληνες της Μικράς Ασίας οι Πόντιοι και οι Αρμένιοι με διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις και με θερμές ιστοριογραφικές αντιπαραθέσεις. Στο πεδίο αυτό η μελέτη της μνήμης και της πολιτικής της μνήμης παίζει καθοριστικό ρόλο με έργα που αναλύουν πώς οικοδομήθηκε στην Ελλάδα μια ενιαία αφήγηση για τη γενοκτονία και πώς διασταυρώνεται με τη διεθνή συζήτηση για τα κριτήρια αναγνώρισης. Η διαφωνία δεν ακυρώνει το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν ή εξοντώθηκαν μέσα από εκτοπίσεις πορείες θανάτου πείνα και βιασμούς όπως περιγράφουν τόσο οι νομικοί ορισμοί όσο και οι ιστορικές πηγές.

Η φωτιά της Σμύρνης αποτέλεσε το τραγικό σύμβολο αυτής της ιστορίας. Περιγραφές κάνουν λόγο για δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και για εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που στριμώχτηκαν στις προκυμαίες ανάμεσα στη θάλασσα και στις φλόγες. Σώθηκαν όσοι πρόλαβαν να επιβιβαστούν σε πλοία ή να προστατευθούν κάτω από ξένες σημαίες ενώ πολλοί βρήκαν καταφύγιο στους ναούς και στα σχολεία της πόλης μέχρι να πέσουν και αυτά. Ανάμεσα στις φλόγες και στα ουρλιαχτά η παλιά ευρωπαϊκή Σμύρνη με τα καταστήματα και τις μουσικές της έγινε καμένη γη. Η ευθύνη για εκείνες τις ημέρες αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και στη σύγχρονη ακαδημαϊκή παραγωγή όμως μια γραμμή μαρτυριών από Αμερικανούς και Ευρωπαίους παρατηρητές επιρρίπτει την κύρια ευθύνη σε τουρκικές μονάδες που έδρασαν μεθοδικά ενώ οι μουσουλμανικές συνοικίες έμειναν αλώβητες.

Για την Ελλάδα ο ξεριζωμός ήταν και κοινωνική επανάσταση. Μέσα σε λίγους μήνες η χώρα υποδέχθηκε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και αναγκάστηκε να μετασχηματίσει την οικονομική της δομή να στήσει σπίτια σχολεία εκκλησίες να διαχειριστεί νοσήματα φτώχεια και ανεργία. Οι προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας του Πειραιά της Θεσσαλονίκης αλλά κι εκατοντάδων μικρότερων πόλεων απέκτησαν νέα τοπωνύμια και νέα ήθη εμπλουτίζοντας τη γλώσσα τη μουσική τη γαστρονομία το εμπόριο. Η μεταφορά τεχνογνωσίας στον καπνό στην υφαντουργία στη βιοτεχνία έδωσε ώθηση στη μικρασιάτικη επιχειρηματικότητα και άλλαξε την τάξη πραγμάτων στην ελληνική κοινωνία. Ταυτόχρονα δημιούργησε εντάσεις και ρήγματα καθώς οι πρόσφυγες βρέθηκαν να διεκδικούν χώρο οικονομικό και πολιτικό σε ένα κράτος που πάλευε μετά βίας να σταθεί όρθιο. Η επιστημονική αποτίμηση της ανταλλαγής προσφέρει λεπτομερή στοιχεία για τις μετακινήσεις την αποκατάσταση και τη διαμόρφωση της προσφυγικής ταυτότητας μέσα από το πρίσμα της ανθρωπολογίας και των κοινωνικών επιστημών.

Η Ημέρα Εθνικής Μνήμης δεν είναι τελετουργικό που εξαντλείται σε στεφάνια. Είναι μια ευκαιρία για αυτογνωσία και για μια ώριμη συνομιλία με το παρελθόν. Η ελληνική έννομη τάξη έχει αναγνωρίσει θεσμικά το γεγονός και με Προεδρικό Διάταγμα ρυθμίστηκαν οι εκδηλώσεις μνήμης σε όλη τη χώρα ώστε η ιστορική εμπειρία να παραμένει ζωντανή στη δημόσια σφαίρα. Η μνήμη δεν υπηρετεί μόνο την εθνική αφήγηση αλλά και μια ευρύτερη διεθνή ηθική που επιδιώκει την πρόληψη νέων γενοκτονιών. Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών που ορίζει το έγκλημα της γενοκτονίας λειτουργεί ως καθρέφτης και ως προειδοποίηση και η ελληνική περίπτωση εντάσσεται σε αυτή τη γενεαλογία των εγκλημάτων που σημάδεψαν τον αιώνα.

Ο τρόπος που συζητάμε για τα γεγονότα έχει σημασία. Στο διεθνές πεδίο υπάρχουν ακόμη αντιρρήσεις και διαφωνίες για τον όρο και την ερμηνεία του. Κάθε σοβαρή ανάγνωση οφείλει να αναγνωρίσει την πολυπλοκότητα της περιόδου χωρίς να χάνει τον ηθικό πυρήνα των τετελεσμένων. Στο επίπεδο της επιστημονικής συζήτησης έχουν αναδειχθεί δύο κύριες κατευθύνσεις. Η μία δίνει έμφαση στην απόδειξη πρόθεσης εξόντωσης όπως απαιτεί ρητά το διεθνές δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη τις μεθόδους εκτοπίσεων την επιβολή συνθηκών ζωής που οδηγούν σε αφανισμό και τη συστηματική στοχοποίηση θρησκευτικών και εθνικών ομάδων. Η άλλη υπογραμμίζει τη ρευστότητα ενός εμφυλιοπολεμικού περιβάλλοντος και τις αντιφάσεις των πηγών. Η γόνιμη ένταση αυτών των προσεγγίσεων δεν ακυρώνει τη βασική μαρτυρία που αναβλύζει από τις σελίδες των ημερολογίων των κομιτάτων αρωγής και των διεθνών οργανισμών. Ο μικρασιατικός ελληνισμός υπήρξε στόχος πολιτικών βίας που οδήγησαν σε μαζικούς θανάτους και στον οριστικό εκπατρισμό.

Η συμβολή της ακαδημαϊκής έρευνας στη χώρα μας και διεθνώς είναι καθοριστική. Μελέτες για τη Σμύρνη για τη διοίκηση της πόλης στα χρόνια της ελληνικής παρουσίας για τις διαστάσεις της καταστροφής και για το διεθνές παρασκήνιο φωτίζουν λεπτομέρειες που συχνά χάνονται στο βάρος του μύθου. Σημαντικά έργα αναδεικνύουν την πολιτική διάσταση των αποφάσεων της Αθήνας και των συμμάχων καθώς και την αποσύνθεση της μικρασιατικής εκστρατείας στην πράξη. Άλλες έρευνες μετακινούν τον προβολέα στη βιογραφία των προσφύγων στους καταλόγους των πλοίων στα τοπωνύμια που έφεραν μαζί τους στα τετράδια των σχολείων όπου η δασκάλα προσπαθούσε να χωρέσει ονόματα από το Αϊβαλί από τα Μουδανιά από την Καππαδοκία.

Αν κάτι διατρέχει κάθε σοβαρή μελέτη είναι η διαπίστωση ότι η καταστροφή δεν ήταν μια τυφλή έκρηξη μίσους αλλά μια πολιτική πράξη με σκοπό την αναχάραξη του χάρτη. Η ομογενοποίηση των πληθυσμών θεωρήθηκε από τα νέα κράτη ως συνταγή σταθερότητας. Η υποχρεωτική ανταλλαγή έδωσε σε αυτή τη λογική νομικό μανδύα. Το τίμημα όμως πληρώθηκε από τους ανθρώπους που ξαναέστησαν τη ζωή τους σε παραπήγματα και παράγκες με το κλειδί του σπιτιού από τη Σμύρνη ή την Καισάρεια κρεμασμένο στον λαιμό σαν φυλαχτό. Η κοινωνική ανθρωπολογία των προσφύγων του 1923 έχει καταγράψει την επιμονή αυτής της μνήμης στη δεύτερη και στην τρίτη γενιά που μεγάλωσε με τα τραγούδια και τα φαγητά της άλλης πατρίδας και με ένα πατρικό που δεν πρόλαβε ποτέ να δει.

Σήμερα που ο δημόσιος λόγος συχνά καταναλώνει εύκολους παραλληλισμούς η ημέρα αυτή απαιτεί εγκράτεια και σαφήνεια. Η σύμβαση για τη γενοκτονία δεν είναι εργαλείο ρητορικής είναι κώδικας δικαίου με πέντε σαφείς κατηγορίες πράξεων που συνιστούν γενοκτονία όταν υπάρχει πρόθεση καταστροφής μιας ομάδας. Η παιδεία της μνήμης οφείλει να εξηγεί στα σχολεία και στα πανεπιστήμια τι σημαίνει κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες πώς τεκμηριώνεται η πρόθεση πώς συνδέονται οι πολιτικές εκτοπισμών με τις συνθήκες ζωής που οδηγούν στον αφανισμό και πώς οι βιασμοί  και η μεταφορά παιδιών συνιστούν μορφές βίας που εμπίπτουν στο ίδιο έγκλημα. Η ελληνική ιστορική εμπειρία παρέχει τραγικά παραδείγματα όλων των παραπάνω και η καταγραφή τους δεν είναι πράξη εκδίκησης αλλά πράξη πρόληψης.

Η μνήμη της Μικρασίας είναι ταυτόχρονα πένθος και δημιουργία. Ο κόσμος που χάθηκε άφησε πίσω του λογοτεχνία θέατρο ρεμπέτικο ρυθμούς και συνταγές που έγιναν πια κοινή ελληνική κληρονομιά. Στις προσφυγικές γειτονιές οι καφενέδες έπαιζαν νέα μουσική και τα εργαστήρια γέμιζαν από τεχνίτες που μετέφεραν δεξιοτεχνία και εμπορικές επαφές. Αυτή η πολιτισμική μετακένωση είναι από τα ελάχιστα δώρα που απέμειναν από την καταστροφή και η ακαδημαϊκή έρευνα έχει δείξει πώς οι προσφυγικοί πληθυσμοί λειτούργησαν ως φορείς εκμοντερνισμού αλλά και ως ζωντανό αρχείο μιας χαμένης πατρίδας. Η ανάγνωση της ιστορίας μέσα από τα αντικείμενα την κουζίνα και τη μουσική δεν ανταγωνίζεται τη σκληρή στατιστική των θυμάτων αντίθετα την κάνει ανθρώπινη και απτή.  

Η δημόσια αναγνώριση της γενοκτονίας στην Ελλάδα συνδέεται και με τον τρόπο που η χώρα θέλει να μιλήσει για τα ανθρώπινα δικαιώματα σήμερα. Η νομική πράξη του 1998 με την οποία καθιερώθηκε η 14η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εθνικής μνήμης για τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας έρχεται να συναντήσει την παλαιότερη πράξη του 1994 για τους Πόντιους και να συγκροτήσει ένα συνεκτικό πλαίσιο μνήμης. Η μνήμη διατηρείται μέσα από τελετές λόγους και εκθέσεις όμως η ουσία της βρίσκεται στην εκπαίδευση στην έρευνα και στην ευαισθησία ενός κράτους δικαίου που κατανοεί πόσο εύκολα η βία νομιμοποιείται όταν η ιστορία ξεχνιέται.

Καθώς βρισκόμαστε στην αυλή ενός αιώνα από τα γεγονότα το αίτημα είναι ένα. Να μιλήσουμε με ακρίβεια με νηφαλιότητα και με σεβασμό στους ανθρώπους που έχασαν τις πατρίδες τους και συχνά τις ζωές τους. Η επιστημονική έρευνα έχει προσφέρει εργαλεία και πηγές από αρχεία προξενειών διεθνών οργανισμών και ανθρωπιστικών αποστολών. Η διεθνής βιβλιογραφία για τη Σμύρνη και για τη μικρασιατική εκστρατεία παραμένει ζωντανή και ανανεώνεται με νέες εκδόσεις που συζητούν όχι μόνο το τι έγινε αλλά και το πώς θυμόμαστε αυτό που έγινε. Είναι καθήκον μας να χρησιμοποιούμε αυτά τα εργαλεία για να αποτρέψουμε την εργαλειοποίηση του πόνου και να διασώσουμε την αλήθεια μέσα από την ψύχραιμη τεκμηρίωση.

Το τέλος του κειμένου ίσως χρειάζεται να κοιτάξει πίσω στο λιμάνι της Σμύρνης εκεί που το νερό έγινε καθρέφτης τρόμου και ελπίδας. Εκεί που παιδιά μιλούσαν ελληνικά και τούρκικα και αρμένικα και ξαφνικά βρέθηκαν να μιλούν τη γλώσσα της προσφυγιάς. Η Ημέρα Εθνικής Μνήμης δεν μας ζητά να ξεχάσουμε τον πόνο ούτε να τον καλλιεργήσουμε. Μας ζητά να τον μετατρέψουμε σε εγρήγορση και γνώση. Να θυμόμαστε ότι η ιστορία γράφεται από αποφάσεις και ότι οι αποφάσεις έχουν συνέπειες. Να κατανοήσουμε πως η έννοια της γενοκτονίας όπως ορίστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο γεννήθηκε για να αποτρέψει ακριβώς τέτοιες καταστάσεις και ότι η ελληνική εμπειρία της Μικράς Ασίας είναι αναπόσπαστο μέρος αυτού του παγκόσμιου μαθήματος. Σε έναν κόσμο που αλλάζει και που ξαναβλέπει τον εθνοτικό φανατισμό να υψώνει κεφάλι η μνήμη δεν είναι πολυτέλεια είναι προϋπόθεση δημοκρατίας.

Στο σημείο αυτό έχει σημασία να επιστρέψουμε στη νομική βάση της ημέρας και να θυμηθούμε ότι η Πολιτεία κατέγραψε ρητά τον σκοπό της. Η 14η Σεπτεμβρίου ορίστηκε ως ημέρα εθνικής μνήμης για την γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και συνοδεύτηκε από κανονιστικό πλαίσιο εκδηλώσεων που θεσμοθετεί τον δημόσιο χαρακτήρα της μνήμης. Η προσήλωση σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυπική λεπτομέρεια. Είναι η εγγύηση ότι η μνήμη παραμένει πέρα από κυβερνήσεις και συγκυρίες και ότι οι τελετές δεν γίνονται πρόσχημα αλλά παιδευτική διαδικασία. Η μνήμη γίνεται έτσι κοινό σημείο αναφοράς για μια κοινωνία που οφείλει να γνωρίζει από πού έρχεται και γιατί ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι αφηρημένο σύνθημα αλλά ιστορική εμπειρία μεταγγισμένη με ονόματα με ημερομηνίες με τεκμήρια.

Η σημερινή επέτειος ας λειτουργήσει ως πρόσκληση για όσους κρατούν οικογενειακά αρχεία φωτογραφίες και γραμματόσημα από τις χαμένες πατρίδες να τα ανοίξουν στα παιδιά τους. Ας γίνει μια υπόμνηση για τους θεσμούς παιδείας να προσεγγίζουν τα γεγονότα με επιστημονική αυστηρότητα και χωρίς αναθεωρητικές ευκολίες. Ας γίνει τέλος ένα μέτρο αυτογνωσίας για όλους μας. Η ιστορία της Μικράς Ασίας δεν είναι μια παράγραφος στον σχολικό τόμο αλλά ένα ζωντανό κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας που μιλά μέσα από τις αφηγήσεις των γιαγιάδων μας. Όσο η μνήμη παραμένει ζωντανή τόσο η δημοκρατία μας οχυρώνεται απέναντι στις δυνάμεις που θα ήθελαν να ξαναγράψουν την ιστορία χωρίς τους ανθρώπους της.

Γιατί στο τέλος της ημέρας η μνήμη δεν ζητά τίποτε περισσότερο από δικαιοσύνη και αλήθεια. Και αυτές οι δύο έννοιες θεμελιώνονται πάνω στη γνώση. Η ιστοριογραφία για τη Μικρά Ασία προχωρά με νέα τεκμήρια και νέες ερμηνείες. Η Ελλάδα τιμά σήμερα τους νεκρούς της όχι μόνο με λόγια αλλά και με τη δέσμευση να διδάσκει τα γεγονότα όπως υπήρξαν να αναζητά στις πηγές την ακρίβεια και να προβάλλει διεθνώς μια κουλτούρα σεβασμού των μειονοτήτων και του διεθνούς δικαίου. Η Ημέρα Εθνικής Μνήμης δεν είναι επιστροφή σε ένα παρελθόν χωρίς μέλλον. Είναι υπόσχεση ότι όσα έφεραν τον ξεριζωμό δεν θα επαναληφθούν. Είναι ένας λιτός όρκος που ανανεώνεται κάθε Σεπτέμβρη

4 ΣΧΟΛΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ