της Δἠμητρας Μανιφάβα από την Καθημερινή.
Στην Ευρώπη το μερίδιο αγοράς τους σε αγροτικά προϊόντα φτάνει κατά μέσον όρο το 40% και στην Ελλάδα μόλις το 18%.
FrieslandCampina (γνωστή σε όλους από το ΝΟΥΝΟΥ), Arla Foods, Kerry Group, Valio, Dcoop, Conserve Italia, Grupo AN από τη μία. ΣΕΒΑΘ, ΣΕΚΟΒΕ, ΣΥΝΕΡΓΑΛ, ΕΛΒΙΚ από την άλλη.
Τι κοινό έχουν; Πρόκειται για συνεταιριστικές βιομηχανίες. Τα κοινά σημεία σταματούν εδώ, καθώς οι μεν πρώτες όχι μόνο συνεχίζουν να λειτουργούν, αλλά συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων επιχειρήσεων τροφίμων στην Ευρώπη και στον κόσμο, οι δε δεύτερες έβαλαν «λουκέτο» εδώ και αρκετά χρόνια, αφού πρώτα οδηγήθηκαν σε απαξίωση και πτώχευση. Οι μεν πρώτες παράγουν προϊόντα και κέρδη για τους δεκάδες χιλιάδες συνεταιριστές-μέλη τους και έχουν εξελιχθεί σε πολυεθνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, οι δε δεύτερες παρήγαγαν χρέη.
Οσες διασώθηκαν και εξακολουθούν να λειτουργούν είναι διότι κατέληξαν μέσα από πλειστηριασμούς σε ιδιώτες, αφού, βεβαίως, είχαν συσσωρευμένα χρέη –βλέπε «Ολυμπος», «Δωδώνη», «Ροδόπη»– (σημειωτέον και σε αυτή την περίπτωση υπήρχαν παραδείγματα με άσχημη κατάληξη, όπως αυτό της ΕΛΒΙΚ στα Τρίκαλα ή της ΑΓΝΟ στη Θεσσαλονίκη λόγω κακών χειρισμών από τους ιδιώτες ιδιοκτήτες τους) είτε βρέθηκαν κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις ανθρώπων με πίστη στη συνεταιριστική ιδέα και κατάφεραν, ακόμη και ζημιογόνους συνεταιρισμούς και συνεταιριστικές βιομηχανίες να τις μετατρέψουν σε ηγέτιδες δυνάμεις στην κατηγορία τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Αγροτικός Πτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Ιωαννίνων «Πίνδος» που πρωταγωνιστεί στην αγορά κοτόπουλου με καθετοποιημένη παραγωγή, ο Αγροτικός Γαλακτοκομικός Συνεταιρισμός Καλαβρύτων με τη φέτα του, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου και τα μήλα Zagorin, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Βέροιας (Venus Growers), η Zeus Ακτινίδια στην Πιερία, ο ΑΣΕΠΟΠ Βελβεντού με τα περίφημα ροδάκινα –και όχι μόνο– στο Βελβεντό Κοζάνης.
Αν και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν «όπλο» για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, αλλά και για την εγχώρια βιομηχανία τροφίμων, πηγή σταθερού εισοδήματος για τους αγρότες και πυλώνας ενίσχυσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, λειτούργησαν στην πλειονότητά τους ως γραφεία εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων, ως παραγωγοί πρόσκαιρου και εύκολου πλουτισμού για επιτήδειους μέσα και από τη διαχείριση των αγροτικών επιδοτήσεων, καθώς αυτοί είχαν την αρμοδιότητα πριν από την ίδρυση του περίφημου ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά τελικά και ως παραγωγοί υπέρογκων χρεών.
Ετσι, ενώ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης το μερίδιο αγοράς των αγροτικών συνεταιρισμών φτάνει το 40%, στην Ελλάδα καταγράφεται μία από τις χαμηλότερες επιδόσεις, με το μερίδιο αγοράς των αγροτικών συνεταιρισμών να διαμορφώνεται σε περίπου 18%. Το υψηλότερο μερίδιο αγοράς αγροτικών συνεταιρισμών, 83%, καταγράφεται στην Ολλανδία, εκεί όπου δημιουργήθηκε η γνωστή μας FrieslandCampina με μέλη της 14.183 κτηνοτρόφους, τζίρο 12,92 δισ. ευρώ το 2024 και κέρδη 527 εκατ. ευρώ.
Ακολουθούν η Δανία με 80%, όπου κυριαρχούν οι συνεταιριστικές Arla Foods και Danish Crown και η Φινλανδία με μερίδιο αγοράς των αγροτικών συνεταιρισμών 79%, εκεί όπου δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων η Valio με ιδιοκτήτες 3.200 κτηνοτρόφους και καθαρές πωλήσεις 2,3 δισ. ευρώ.
Στην Ευρώπη εξελίχθηκαν σε πολυεθνικές επιχειρήσεις με κέρδη και χιλιάδες μέλη, στην Ελλάδα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έγιναν συνώνυμο του πελατειακού κράτους.
Στην Ιταλία και στη Γαλλία τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 55% και 50%, ενώ και στην Πορτογαλία οι αγροτικοί συνεταιρισμοί έχουν μερίδιο αγοράς που αγγίζει το 30%. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η Conserve Italia έχει μέλη 37 συνεταιρισμούς με 14.000 παραγωγούς φρούτων, ντομάτας και λαχανικών και αποτελεί μία από τις κορυφαίες εταιρείες στα κονσερβοποιημένα φρούτα και λαχανικά. Η ισπανική Dcoop με μέλη 75.000 αγρότες αποτελεί τη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής ελαιολάδου.
Στην Ελλάδα οι αγροτικοί συνεταιρισμοί σημείωσαν θεαματικές… επιδόσεις, αλλά σε άλλους τομείς, καθώς στην πραγματικότητα λειτούργησαν ως μέσο άσκησης κοινωνικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης και ειδικά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Ενδεικτικά είναι τα παρακάτω στοιχεία: ο αριθμός των υπαλλήλων των αγροτικών συνεταιρισμών υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε 9 χρόνια και από 6.000 άτομα το 1980 έφτασε τα 15.170 το 1989. Τα χρέη των αγροτικών συνεταιρισμών σχεδόν τριπλασιάστηκαν σε τέσσερα μόλις χρόνια και από 52 δισ. δραχμές το 1985 έφτασαν τα 150 δισ. δρχ. το 1989. Η απροθυμία και ολιγωρία των μετέπειτα κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις, αλλά και η συνέχιση πρακτικών της δεκαετίας του ’80 είχαν συνέπεια τα χρέη να φτάσουν τα 900 δισ. δρχ. το 1997 και να διαγραφούν τελικά, επιβαρύνοντας έτσι τα κρατικά ταμεία. Σύμφωνα με την απάντηση που έδωσε στα μέσα του περασμένου Ιανουαρίου το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, απαντώντας σε σχετική ερώτηση στη Βουλή, τα κόκκινα δάνεια 750 αγροτικών συνεταιρισμών και 21.000 αγροτών ανέρχονταν σε 3,8 δισ. ευρώ, ενώ είναι δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας άνω του 1,5 δισ. ευρώ.
Πώς φτάσαμε έως εδώ; Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο νόμος 1257/1982 με τον οποίο αντικαταστάθηκε η εκλογή των διοικήσεων των συνεταιρισμών με ενιαίο κατάλογο υποψηφίων –όπως γίνεται στις άλλες χώρες– από την εκλογή με χωριστά ψηφοδέλτια συνδυασμών, γεγονός που οδήγησε στην κομματικοποίηση και στην ουσία στον «εναγκαλισμό» των διοικήσεων με την εκάστοτε κυβέρνηση. Αν και το 1993 επιχειρήθηκε με άλλο νόμο η επαναφορά του ενιαίου ψηφοδελτίου, το 1994 ψηφίστηκε νέος νόμος που επανέφερε το σύστημα των συνδυασμών.
Οι υπάλληλοι των συνεταιρισμών από 6.000 άτομα το 1980 έφτασαν τα 15.170 το 1989. Τα χρέη τους από 52 δισ. δραχμές το 1985 εκτινάχθηκαν στα 150 δισ. δρχ. το 1989.
Το παραπάνω βοήθησε στο να χρησιμοποιηθούν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί ως μέσο άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Και εάν αυτό μεταφραζόταν σε προμήθεια των μελών τους με ζωοτροφές, λιπάσματα, πολλαπλασιαστικό υλικό κ.ο.κ. σε πιο συμφέρουσες τιμές, τότε πράγματι θα επρόκειτο για κοινωνική – αναπτυξιακή πολιτική. Αυτό που έγινε όμως κατά κόρον ήταν να λαμβάνουν δάνεια από την Αγροτική Τράπεζα με επιτόκιο ακόμη και 20% για να αγοράζουν προϊόντα από τους αγρότες, όταν η τιμή αγοράς ήταν χαμηλή. Τα προϊόντα αυτά ουκ ολίγες φορές στοιβάζονταν στις αποθήκες των συνεταιρισμών χωρίς να διατίθενται πουθενά. Για να καλυφθούν τα έξοδα έπαιρναν νέα δάνεια και σπαταλούσαν τα έσοδα που είχαν από τις πωλήσεις ζωοτροφών, λιπασμάτων και άλλων αγροτικών εφοδίων.
Οι ΟΠΕΚΕΠΕ πριν από τον ΟΠΕΚΕΠΕ
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ο ρόλος των αγροτικών συνεταιρισμών είναι να παρέχουν φθηνότερα καλλιεργητικά μέσα και αγροτικά εφόδια στα μέλη τους και, κυρίως, να αυξάνουν τη διαπραγματευτική ισχύ των μελών τους και επομένως και το εισόδημά τους στις συναλλαγές που έχουν με τους λιανέμπορους. Αυτό το πετυχαίνουν καθώς ένας συνεταιρισμός συγκεντρώνει όλη την παραγωγή των μελών του, οπότε έχει κρίσιμο μέγεθος για να πετύχει καλύτερες τιμές με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ ή και με τη βιομηχανία τροφίμων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και σταθερή προμήθεια των προϊόντων αυτών προς το συναλλασσόμενο μέρος.
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί επίσης μπορούν να έχουν οι ίδιοι μεταποιητική δραστηριότητα και επομένως τα μέλη τους να καρπώνονται την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους, εξαγωγική δραστηριότητα, καθώς επίσης και να συμβάλλουν στην παραγωγή και προώθηση προϊόντων προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) και προστατευόμενης γεωργικής ένδειξης (ΠΓΕ).
Πριν από λίγες ημέρες, άλλωστε, η γραβιέρα Νάξου κατετάγη στην πρώτη θέση της λίστας με τα 100 κορυφαία τυριά σε ολόκληρο τον κόσμο για το έτος 2025/2026 την οποία κατήρτισε ο Taste Atlas, ο έγκριτος διεθνής γαστρονομικός οδηγός που χαρτογραφεί τις αυθεντικές γεύσεις του πλανήτη. Η γραβιέρα Νάξου παράγεται από την Ενωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Νάξου, που συνεργάζεται με 598 κτηνοτρόφους και είναι οι συνεταιριστές που ζήτησαν και πέτυχαν την κατοχύρωση του εν λόγω προϊόντος ως ΠΟΠ. Το ίδιο έκανε το 1996 ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς, κατοχυρώνοντας τα μήλα Ζαγοράς επίσης ως ΠΟΠ – τα μήλα που φέρουν και το γνωστό σήμα Zagorin.
Ο κανόνας, ωστόσο, στους ελληνικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς δεν ήταν αυτός. Κατά τη δεκαετία του ’80 συνδέθηκαν κυρίως με τη διαδικασία της χρηματοδότησης των αποθεματοποιήσεων, ενώ τις επόμενες δεκαετίες με τη διαχείριση των ενισχύσεων. Σε ό,τι αφορά το πρώτο η Ελλάδα το πλήρωσε και με παραπομπές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο· σε ό,τι αφορά το δεύτερο, το πλήρωσε με τις περίφημες δημοσιονομικές διορθώσεις, τα χρήματα δηλαδή που κλήθηκε να επιστρέψει από αγροτικές ενισχύσεις, αρκετά χρόνια, μάλιστα, πριν από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Η αδιαφάνεια στις πληρωμές των επιδοτήσεων δημιουργούσε μεγάλα περιθώρια για διαφθορά.
Το 1992, για παράδειγμα, η Ελλάδα καταδικάστηκε καθώς η ΚΥΔΕΠ (Κεντρική Υπηρεσία Διαχείρισης Εγχώριας Παραγωγής) το 1982, έχοντας συσσωρεύσει στις αποθήκες της μεγάλες ποσότητες σιταριού, προχώρησε σε συμφωνίες με επιχειρήσεις έτσι ώστε να τους πουλήσει σε χαμηλότερες τιμές σιτάρι με αντάλλαγμα αυτές να εξαγάγουν εντός ορισμένου χρόνου σιτάρι υπό τη μορφή αλεύρων και σιμιγδαλιού. Οι ενέργειες αυτές χρηματοδοτούνταν από την Αγροτική Τράπεζα ή και άλλες τράπεζες, κάτι που συνιστούσε στην ουσία επιδότηση μη σύννομη με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Η ΚΥΔΕΠ τελικά οδηγήθηκε σε ειδική εκκαθάριση το 1991, με τη σημαντική ακίνητη περιουσία της να καταλήγει εν πολλοίς σε ιδιώτες έναντι πολύ χαμηλού τιμήματος.
Σε ό,τι αφορά τον ρόλο των αγροτικών συνεταιρισμών στη διαχείριση των αγροτικών επιδοτήσεων για λογαριασμό των μελών τους, ενδεικτικές είναι μερικές από τις αναφορές στις εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου στην έκθεση του 2001, η οποία αφορά το οικονομικό έτος 2000, αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Στην Ελλάδα, στην πράξη, οι περισσότεροι κάτοχοι γεωργικών εκμεταλλεύσεων πληρώνονται σε μετρητά. Μολονότι λαμβάνουν επιταγή, εάν δεν υπάρχει τράπεζα στο χωριό ή κοντά στο χωριό όπου ζουν, οπισθογραφούν την επιταγή υπέρ του γεωργικού συνεταιρισμού, του οποίου εκπρόσωπος την εξαργυρώνει σε τράπεζα. Στη συνέχεια διανέμει τα μετρητά στους δικαιούχους, οι οποίοι υποτίθεται ότι υπογράφουν την κατάσταση πληρωμών ως απόδειξη ότι πληρώθηκαν. Τα ποσά που δεν υπερβαίνουν τις 100.000 δραχμές καταβάλλονται αμέσως σε μετρητά. Απαξ και εξαργυρωθεί η επιταγή, χάνεται και η διαδρομή του ελέγχου».
Στην έκθεση του 2006 αναφέρεται, μεταξύ άλλων: «Οι συνεταιριστικές οργανώσεις των παραγωγών ελέγχουν την καταχώριση όλων των δεδομένων στο ηλεκτρονικό σύστημα. Κανένα από τα στοιχεία που περιέχονται στο σύστημα δεν είναι ασφαλές και μπορεί να τροποποιηθεί από τις οργανώσεις οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή. Το ηλεκτρονικό σύστημα δεν καταγράφει πότε και γιατί γίνονται αλλαγές στα αρχικά δεδομένα».

