Η Ευρώπη αλλάζει ταχύτατα. Οι γεωπολιτικές ισορροπίες μεταβάλλονται, οι απειλές πολλαπλασιάζονται και η ανάγκη για στρατηγική αυτονομία τίθεται με όρους επιβίωσης.
Στο νέο περιβάλλον ασφάλειας, η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει θεατής. Οφείλει να μετατρέψει την αμυντική της πολιτική σε εργαλείο ανάπτυξης, τεχνολογικής προόδου και εθνικής αυτοδυναμίας.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει τον δρόμο. Η Silicon Valley γεννήθηκε μέσα από τις ανάγκες της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας, ενώ το Ισραήλ μετέτρεψε την αμυντική καινοτομία σε πυλώνα οικονομικής ισχύος.
Η Ελλάδα διαθέτει τα θεμέλια για μια ανάλογη πορεία: ισχυρό επιστημονικό δυναμικό, ιστορική τεχνογνωσία στη ναυπηγική και την παραγωγή αμυντικού υλικού, κομβική γεωπολιτική θέση.
Κι όμως, παρά τα διαθέσιμα μέσα, η χώρα έχει δαπανήσει 14 δις σε οπλικά συστήματα από το 2019 έως σήμερα, χωρίς ουσιαστική εγχώρια συμμετοχή, με την εξαγγελία για το 25% να έρχεται κατόπιν εορτής. Η κυβέρνηση δεν έχει εξασφαλίσει συμπαραγωγές, μεταφορά τεχνολογίας, αξιοποίηση των βιομηχανικών και ναυπηγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ReArmEU και τα εργαλεία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας προσφέρουν ένα νέο παράθυρο ευκαιρίας. Με μια προϋπόθεση: κάθε ευρώ που δαπανάται για την άμυνα να επιστρέφει στην ελληνική οικονομία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και ενισχύοντας τη βιομηχανική βάση.
Το ΠΑΣΟΚ έχει προτείνει την υποχρεωτική συμμετοχή 30% της ελληνικής αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας σε όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα, με συγκεκριμένες ρήτρες μεταφοράς τεχνογνωσίας. Κομβικής σημασίας είναι η αναβάθμιση του ΕΛΚΑΚ και η ίδρυση μιας διακριτής κυβερνητικής δομής, αποκλειστικά υπεύθυνης για τις αμυντικές επενδύσεις, τα εξοπλιστικά προγράμματα και την αμυντική βιομηχανία.
Στην πρόσφατη έκθεση ‘’DEFEA 2025’’ συμμετείχαν 203 ελληνικές επιχειρήσεις, αρκετές από τις οποίες αξιοποιούνται σε εξοπλιστικά προγράμματα χωρών του ΝΑΤΟ, αλλά όχι στη χώρα μας! Αρκετές συμφωνίες συμπαραγωγής που συνήφθησαν, απέδειξαν ότι το «Made in Greece» μπορεί να γίνει πράξη. Η ναυπηγική βιομηχανία μπορεί να αποτελέσει βασικό πυλώνα αυτής της στρατηγικής. Είναι αδιανόητο γραμμές παραγωγής, όπως αυτή των βλημάτων 155 χιλιοστών να παραμένουν ανενεργές στα ΕΑΣ, τη στιγμή που αυξάνεται ραγδαία η ζήτηση στην Ευρώπη .
Όταν χώρες όπως η Ρουμανία διαπραγματεύονται συμπαραγωγές για προηγμένα συστήματα, όπως τα F-35, η Ελλάδα παραμένει πίσω, αφήνοντας την ΕΑΒ αναξιοποίητη και επενδύοντας μόλις το 0,02% του ΑΕΠ στην αμυντική έρευνα και τεχνολογία. Χωρίς στρατηγική επένδυση στην καινοτομία, ανάδειξη τεχνολογιών διττής χρήσης (πολιτική και αμυντική) και δημιουργία ενός ελληνικού cluster αμυντικής βιομηχανίας-με συμμετοχή νεοφυών επιχειρήσεων και ερευνητικών ιδρυμάτων-η χώρα θα χάσει το ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας.
Χρειαζόμαστε μια νέα εθνική στρατηγική που θα συνδέει την άμυνα με την παραγωγή, την τεχνολογία με την ανάπτυξη, την ασφάλεια με την τεχνογνωσία. Η αμυντική ισχύς μιας χώρας δεν μετριέται μόνο στους εξοπλισμούς, αλλά και στην ικανότητά της να παράγει, να καινοτομεί, να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις.
Για την Ελλάδα, η στρατηγική αυτή συνιστά όρο εθνικής αυτοδυναμίας. Πέρα από το πλαίσιο, όμως, απαιτείται και η βούληση.