Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

‘Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος’. Σαν σήμερα δεν πέθανε ποτέ ο Τάσος Λειβαδίτης

- Advertisement -

Σαν σήμερα, το 1988 έφυγε απ’ την ζωή ο ποιητής και αγωνιστής Τάσος Λειβαδίτης. Τα ποιήματα του, αξεπέραστα, συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να εμπνέουν γενιές και γενιές……
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν γιος του Λύσανδρου Λειβαδίτη και της Βασιλικής Κοντοπούλου. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και τα παιδικά χρόνια του ποιητή ήταν ευτυχισμένα. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Αθήνα και εν συνεχεία γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής πέθανε ο χρεωκοπημένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του.

μέσα σε κάθε ζωή, υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ, απ’ τον εαυτό της, η ζωή των άλλων

Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Βάσω. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του “Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη” στο περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα”. Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού “Θεμέλιο”. Την τετραετία 1948-1952 εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη-Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι, και συνέχισε να γράφει ποιήματα.

Το 1952 εκδόθηκαν τα έργα του “Μάχη στην άκρη της νύχτας” και “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας”. Τρία χρόνια αργότερα οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή του “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου” και αθωώθηκε πανηγυρικά. Σταθμό στην ποιητική του διαδρομή και ορόσημο της πορείας του προς τη δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας φάση της δημιουργίας του, αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του “Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια”.

Το 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό.

Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά και έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (η μουσική του Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη “Συνοικία το όνειρο”, που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα “Αυγή” (1954-1980) με μια διακοπή κατά την επταετία της δικτατορίας και με το περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης” (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα περιοδικά. Παράλληλα, στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρότητα της πραγματικότητας της εποχής και τις διαψεύσεις των προσδοκιών του, στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του αυτής της περιόδου με έμφαση στο “Νυχτερινό επισκέπτη”. Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του “Βιολέτες για μια εποχή” που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του.
Το ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά για τον μεγάλο ποιητή μας:
Τάσος Λειβαδίτης

Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, σαν σήμερα, 30 Οκτωβρίου του 1988. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο “Χειρόγραφα του Φθινοπώρου”. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του “Συμφωνία αρ.Ι”), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή “Βιολί για μονόχειρα”), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το “Εγχειρίδιο ευθανασίας”). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο, το Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους Έλληνες συνθέτες.


Παραθέτουμε το ποίημα – σταθμό του Τάσου Λειβαδίτη, “Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος”, ένα διαχρονικό πόνημα που δεν θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρο και αναγκαίο:

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.

Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες

μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα

αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου

έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.

Θ’ απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου

θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι

για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.

Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.

Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ, να κοιτάς εν’ άστρο, να ονειρεύεσαι

είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου

να την ακούς να λεει τα όνειρα της για το μέλλον.

Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις

γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια

μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.

Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου

θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.

Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο

απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου

δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος

αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουμε στον κόσμο

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου

θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη

σα νάγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.

Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκερο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Από την ανθολογία “Ποιήματα που αγαπήσαμε” (επιμ.: Γ.Μαρκόπουλος-Κ.Νικολάκης), εκδόσεις Εκάτη 2009

- Advertisement -

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε ακόμα

Σχετικά άρθρα

loutrakiblog