Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024

Οι «Αρβανίτες» της Πελοποννήσου

- Advertisement -

Σε μερικά χωριά, ορεινών κυρίως περιοχών της Πελοποννήσου (Αργολίδα, Αχαΐα, Ηλεία, Καλάβρυτα, Κορινθία, Μεσσηνία), επίσης σε χωριά της Αττικής, ..
καθώς και των νήσων Ύδρα, Σπέτσες, Σαλαμίνα, Εύβοια, Άνδρος, υπάρχουν ακόμη και σήμερα Έλληνες, οι οποίοι εκτός από την Ελληνική τους γλώσσα, ξέρουν και μιλούν «Αρβανίτικα» δηλαδή μια μεικτή ελληνοαλβανική διάλεκτο, όπως οι ειδικοί επιστήμονες, οι γλωσσολόγοι, προσδιορίζουν την διάλεκτο αυτή.

Τους ευάριθμους αυτούς ελληνικούς πληθυσμούς των ανωτέρω περιοχών τους ονομάζουμε συνήθως «Αρβανίτες». Φυσικά δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τους κατοίκους της σημερινής Αλβανίας, τους Αλβανούς. Είναι και οι «Αρβανίτες» αυτοί της χώρας μας Έλληνες, σαν όλους τους άλλους με πλήρη και ακμαία την φυλετική και εθνική τους συνείδηση.

Αν μπορεί δε να γίνει κάποιος λόγος δια τους Έλληνας αυτούς, εν σχέσει με τους Αλβανούς της Αλβανίας, ο λόγος αυτός θα είναι μόνον για την ιστορία, μιαν ιστορία πολύ μακρινή της οποίας όμως η μελέτη και γνώσις θα μας δώσει την εξήγηση εις το πράγματι παράδοξο γεγονός, πώς δηλαδή στην καρδιά της Ελλάδος υπάρχουν Έλληνες που μιλούν «Αρβανίτικα».

Σε μια μου μελέτη, την διδακτορική διατριβή, με τίτλο «Η Εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν», ερευνώ λεπτομερώς το ιστορικό αυτό θέμα εν τω συνόλω του. Εξετάζω δηλαδή και γενικώς το θέμα των Αλβανικών εποικισμών στη χώρα μας, κατά το τέλος του Μεσαίωνα, και ειδικότερα πραγματεύομαι τον εποικισμό Αλβανών εις την Κορινθία κατά την αυτή χρονική περίοδο.

Είναι ένα θέμα, που νομίζω ότι πέραν, του γενικότερου ιστορικού ενδιαφέροντος, έχει για μας τους Πελοποννησίους και τοπικό ενδιαφέρον αφού και στην Πελοπόννησο έχομε «Αρβανίτες».

Χωρίς να παραθέσω το πλήθος των ιστορικών στοιχείων, τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας δια της διατριβής μου σχετικώς με το θέμα αυτό, θα περιορισθώ να δώσω εδώ μια σύντομη κατά το δυνατό περίληψη τούτων.

Βρισκόμαστε λίγες δεκαετηρίδες πριν από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως εις τα χέρια των Τούρκων (1453 μ.Χ.). Η άλλοτε ισχυρά και περίλαμπρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία με την χιλιετή ιστορία της είχε δημιουργήσει τον αξιόλογο Βυζαντινό πολιτισμό, που δεν είναι άλλος παρά ο ελληνικός πολιτισμός του μεσαίωνα, ευρίσκετο στα τελευταία της. Το πρώτο μοιραίο κτύπημα το εδέχθη το 1204 μ.Χ. από τους περίφημους Φράγκους σταυροφόρους. Έκαναν τις σταυροφορίες οι χριστιανοί αυτοί της Δύσεως για να ελευθερώσουν τους Αγίους τόπους από τους οπαδούς του Μωάμεθ και στο τέλος κατέκτησαν, κατέλυσαν και διαμοιράστηκαν την χριστιανικότερη αυτοκρατορία των χρόνων εκείνων, την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Οι Φράγκοι εκδιώχθηκαν το 1261 από την Κωνσταντινούπολη και ο ελληνικός αυτοκρατορικός θρόνος με την δυναστεία των Παλαιολόγων αποκατεστάθη και πάλι εις την βασιλίδα των πόλεων. Αλλ’ η Αυτοκρατορία δεν ανέλαβε πλέον και δεν γνώρισε την παλαιά της αίγλη και δόξα. Πολλά Φραγκικά κρατίδια και μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως διατηρήθηκαν στην ηπειρωτική κυρίως και την νησιωτική Ελλάδα, καθώς και την Πελοπόννησο, μέχρι της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Ακόμη και ελληνικά κράτη, ανεξάρτητα από την κεντρική διοίκηση του Βυζαντίου, δημιουργήθησαν.

Ένα τέτοιο ελληνικό κράτος, αρκετά ισχυρό, ήτο το περίφημο «Δεσποτάτο του Μορέως», δηλαδή της Πελοποννήσου. Οι κυριότεροι δεσπόται της Πελοποννήσου ήσαν βλαστοί της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ο τελευταίος μάλιστα αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως, ο θρυλικός Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε γίνει πριν δεσπότης της Πελοποννήσου.

Η Φραγκοκρατία έκανε στην Ελλάδα μεγάλο κακό. Οι διαρκείς πόλεμοι των διαφόρων Φράγκων ηγεμόνων και εναντίον των Ελλήνων και αναμεταξύ των είχαν επιφέρει σημαντική αραίωση του πληθυσμού και είχαν ερημώσει τη χώρα. Δεν έλειπαν μόνον τα απαραίτητα αγροτικά και εργατικά χέρια για την καλλιέργεια της γης και την οικονομική προκοπή της χώρας, αλλά και στρατιώτες ακόμη για τους συνεχείς πολέμους δεν εύρισκαν οι φιλοπόλεμοι Φράγκοι άρχοντες.

Ακριβώς τότε, δηλαδή στις αρχές του 14ου αιώνος, νομάδες ποιμένων Αλβανών, μαστιζόμενοι και αυτοί στη χώρα τους από πολέμους εμφυλίους και έριδες, εγκατέλειπαν την πατρική τους γη και με όλα τα υπάρχοντα, κυρίως τα ποίμνιά τους, κατήρχοντο νοτιότερα στις Ελληνικές χώρες προς εύρεση τύχης και ζωής καλλίτερης. Ο νομαδικός βίος και η ποιμενική ζωή τους διευκόλυνε στην μετακίνηση αυτή, που, πρέπει να τονισθεί, είχε γενικώς χαρακτήρα ειρηνικό.

Τέτοιους Αλβανούς νομάδες, περί τις 12.000, συναντούμε για πρώτη φορά το 1315 μ.Χ. εις τα όρη της Θεσσαλίας. Αυτός ήτο ο πρώτος σταθμός της προς νότο μετακινήσεώς των. Οι ποιμένες αυτοί Αλβανοί ορεσίβιοι και σκληραγωγημένοι, όπως ήσαν, αποτελούσαν κατάλληλο υλικό για στρατιώτες μισθοφόρους για τους στρατούς των τοπικών ηγεμόνων Φράγκων και Ελλήνων της Στερεάς και της Πελοποννήσου.

Ο πρώτος δεσπότης της Πελοποννήσου Μανουήλ Καντακουζηνός (1348-1380) είχε στο στρατό του Αλβανούς μισθοφόρους, ο Φράγκος ηγεμών της Ευβοίας της ιδίας περίπου περιόδου είχε επίσης στην στρατιωτική του υπηρεσία μισθοφόρους Αλβανούς και ο Νέριος Ατζαγιώλης, άλλος επίσης Φράγκος ηγεμών της Κορίνθου των αυτών χρόνων είχε χρησιμοποιήσει και αυτός Αλβανούς για σκοπούς στρατιωτικούς. Όλοι αυτοί οι μισθοφόροι Αλβανοί είναι από τους γνωστούς μας ποιμένες που είχαν φύγει από την πατρίδα τους και συναντήσαμε για πρώτη φορά στα Θεσσαλικά όρη. Με την πάροδο του χρόνου κατήρχοντο νοτιότερα και διά να κερδίσουν την ζωή τους ανετότερα εμισθοφόρουν ως στρατιώται προθύμως. Ήτο άλλωστε κληρονομικό τους το επάγγελμα αυτό.

Στους Αλβανούς αυτούς οι Έλληνες και Φράγκοι άρχοντες, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν διά σκοπούς πολεμικούς, όχι μόνον έδιναν μισθό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής των υπηρεσίας, αλλά έπειτα τους παραχωρούσαν και γεωργικό κλήρο στις ορεινές περιοχές της επικρατείας των. Αξιοποιούσαν την ακαλλιέργητη και εγκαταλελειμμένη χώρα και απέβαιναν χρήσιμοι και καλοί γεωργοί. Άφηναν ευχαρίστως τη ζωή του ποιμένος για το γεωργικό επάγγελμα που τους εξασφάλιζε μόνιμη και σταθερή πια κατοικία. Αυτό είναι το όνειρο του ποιμένος σ’ οποιαδήποτε φυλή και αν ανήκει. Έτσι έχομε τους πρώτους Αλβανικούς εποικισμούς σε περιοχές της χώρας μας.

Του μέτρου αυτού έκανε ευρυτάτη χρήση, περισσότερο για σκοπούς πολιτικούς και οικονομικούς, ο δεσπότης της Πελοποννήσου Θεόδωρος Παλαιολόγος (1383-1407), λίγα χρόνια προ της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Ο δεσπότης αυτός, αδελφός του τότε αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Παλαιολόγου, κάλεσε επίτηδες κατά τα τελευταία έτη της ηγεμονίας του (1405) 10.000 Αλβανούς ποιμένες και τους εγκατέστησε στις χώρες του δεσποτάτου του, δηλαδή στις περιοχές της Πελοποννήσου που ανωτέρω αναφέραμε.

Έχομε ρητές πληροφορίες ότι τους Αλβανούς αυτούς, οι οποίοι αρχικώς στάθμευσαν στον Ισθμό, ο δεσπότης Θεόδωρος τους εγκατέστησε κατά προτίμηση σε ορεινές περιοχές, δίνοντάς τους αξιόλογο γεωργικό κλήρο. Μας το λέγει ο Αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Παλαιολόγος στον επιτάφιο λόγο, τον οποίο εκφώνησε εις μνήμην του αποθανόντος αδελφού του Θεοδώρου, κατά την άφιξη και βραχεία παραμονή του στην Πελοπόννησο. Με τον τρόπο αυτό ο δεσπότης Θεόδωρος απέκτησε και ωφελίμους υπηκόους ικανούς, για τα έργα της ειρήνης, και προθύμους και ικανούς πολεμιστές, αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.

Αυτός είναι ο πρώτος αξιόλογος εποικισμός στις εν λόγω περιοχές της Πελοποννήσου. Μετά παρέλευση ολίγων ετών, ευθύς μετά το 1418, έχομε ένα άλλο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Αλβανών νομάδων προς την Πελοπόννησο. Ήτο το σύνολο των Αλβανών εκείνων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Αιτωλία, την Ακαρνανία και στην περιοχή της Άρτας.

Οι Αλβανοί αυτοί που ήσαν και οι πολυαριθμότεροι, εξ όσων εγκατέλειψαν τη χώρα τους στις αρχές της 14ης εκατονταετηρίδος, είχαν επιτύχει το 1350 να ιδρύσουν στις ανωτέρω ελληνικές επαρχίες, μια δική τους πολιτική εξουσία. Την εξουσία των αυτή την κατέλυσε το 1418 ο Φράγκος ηγεμών της Κεφαλληνίας Κάρολος Τόκκος και τους εξεδίωξε όλους από εκεί. Ακολούθησαν τότε προς νότο το μεταναστευτικό τους δρόμο και γι’ αυτό βλέπομε την Πελοπόννησο μετά τη χρονολογία αυτή πλημμυρισμένη από Αλβανούς, όπου οριστικά και μόνιμα πλέον εγκαταστάθηκαν.

Αλλά τι απέγιναν οι επήλυδες και παλαιοί εκείνοι έποικοι Αλβανοί, οι οποίοι είτε ως ποιμένες, είτε ως γεωργοί εγκαταστάθηκαν στις ορισμένες ελληνικές περιοχές που αναφέραμε; Απλούστατα εξελληνίστηκαν. Εξελληνίστηκαν δε όχι μόνον εξ ολοκλήρου, αλλά και πρωϊμότατα. Ήδη από των πρώτων χρόνων της
Ο πλήρης και πρώιμος εξελληνισμός των αγροίκων ποιμένων Αλβανών από το ιθαγενές ελληνικό στοιχείο οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας γενικός λόγος είναι ότι ο έπηλυς, δηλαδή ο ξένος, έχει ένα αίσθημα μειονεκτικότητος έναντι του ιθαγενούς. Αναγνωρίζει και παραδέχεται την υπεροχή του ντόπιου, προσαρμόζεται στις συνήθειές του αργά ή γρήγορα, και σιγά σιγά αφομοιώνεται από αυτόν.

Υπήρχαν όμως και ειδικοί λόγοι οι οποίοι κατά πολύ διευκόλυναν τον εξελληνισμό των Αλβανών αυτών. Οι Αλβανοί που κατέβηκαν στην Ελλάδα ανήκαν εις την πατριά , δηλαδή τη φάρα των Τόσκηδων.

Οι Τόσκηδες, μια από τις τρεις Αλβανικές φάρες, οι άλλες δύο ήσαν οι Γκέκηδες και οι Λιάπηδες, κατοικούσαν το εντεύθεν του Σκούμπη ποταμού τμήμα της Αλβανίας. Εκεί, γείτονες με τους Έλληνες της Ηπείρου, είχαν κατ’ εξοχήν επηρεασθεί από το Ελληνικό στοιχείο, τόσον ώστε είχαν αποκτήσει πολλές ομοιότητες με τους Έλληνες.

Οι Τόσκηδες επίσης ήσαν ορθόδοξοι Χριστιανοί, εν αντιθέσει με τους Γκέκηδες και Λιάπηδες που ήσαν καθολικοί. Έτσι Αλβανοί και Έλληνες επόμενο ήταν να αισθάνονται αμοιβαία συμπάθεια με την κοινή και όμοια θρησκεία που είχαν. Η Τουρκοκρατία επίσης προκάλεσε την εχθρότητα των Αλβανών εποίκων προς τους κατακτητές και αλλόθρησκους Τούρκους και τους ένωσε περισσότερο με τους Έλληνας.

Για όλους αυτούς τους λόγους πρωϊμότατα οι Αλβανοί έποικοι της Ελλάδος έχασαν την εθνική τους συνείδηση, τη συνείδηση της καταγωγής των και θεωρούσαν τους εαυτούς των Έλληνας, όπως και πράγματι έγιναν. Ο Χ. Κ. Βάμβας, μάς παρέχει, μια πολύτιμη εν προκειμένω είδηση. Αναφερόμενος σε «Αρβανίτες» της Πελοποννήσου, που είχαν καταφύγει στις αρχές του 19ου αιώνος στην Σικελία και την Ιταλία, για να αποφύγουν τη θηριωδία των Τούρκων, γράφει ότι ο ίδιος είδε και άκουσε τέτοιους φυγάδες «Αρβανίτες» να θυμούνται με νοσταλγία τον αγαπημένο τους Μοριά, την ωραία πατρική τους γη. Παραθέτω εδώ «στα Αρβανίτικα» και εν μεταφράσει ένα μικρό δημοτικό άσμα, όπως μας το παραδίδει ο Βάμβας* και όπως το είχε ακούσει ο ίδιος από τους «Αρβανίτες» αυτούς του Μοριά.

Ο, ε μπούκουρα Μορέα
τ’σέ κουρ τε λιάσε
με νέκε τε πάσε.
Άτιε κάμ ου ζότινε τάτε.
Άτιε καμ ου μέμενε τίμε.
Άτιε κάμ ου τίμενε βλα.
Ο, ε μπούκουρα Μορέα
τσε κουρ τε λιάσε
Με νέκε τε πάσε.
Ο, έμορφε Μορέα,
Από τότε που σε άφησα
Πλέον δεν σε ξαναείδα
Εκεί έχω εγώ τον αφέντη πατέρα.
Εκεί έχω εγώ τη μητέρα μου.
Εκεί έχω εγώ τον αδελφό μου.
Ο, έμορφε Μορέα,
Από τότε που σε άφησα
Πλέον δεν σε ξαναείδα

Και τώρα, πριν κλείσω το ιστορικό μου αυτό σημείωμα, θα πρέπει να δώσω μιαν απάντηση σ’ ένα πολύ πιθανό ερώτημα. Αφού πράγματι οι παλαιοί εκείνοι Αλβανοί έποικοι της μεσημβρινής Ελλάδος εξελληνίστηκαν ολοσχερώς πώς διατήρησαν την παλαιά τους γλώσσα και τη μιλούν και σήμερα ακόμη, έστω και παραφθαρμένη και ανάμεικτη με ελληνικά γλωσσικά στοιχεία; Το φαινόμενο είναι πράγματι περίεργο. Αλλά δεν είναι ούτε μοναδικό ούτε ανεξήγητο. Γράφω μοναδικό, γιατί έχομε και άλλα ανάλογα παραδείγματα. Θα αναφέρω ένα που είναι ελληνικό.

Είναι γνωστοί οι ελληνικοί αποικισμοί της αρχαιότητος στην Κάτω Ιταλία. Γνωστό επίσης είναι ότι οι αρχαίοι εκείνοι Έλληνες άποικοι ενίσχυσαν αργότερα, κατά τους χρόνους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί του Ιουστινιανού κυρίως, με πρόσθετο ελληνικό στοιχείο, ιδιαίτερα στις περιοχές της Κάτω Ιταλίας (Απουλία και Καλαβρία ή Bova και Otranto, όπως είναι γνωστές στην ιταλική γλώσσα οι περιοχές αυτές).

Λοιπόν σε πολλά χωριά της Απουλίας και Καλαβρίας ομιλούν ακόμη και σήμερα ελληνικά, την κατωϊταλική ελληνική διάλεκτο, όπως την χαρακτηρίζουν οι γλωσσολόγοι, και της οποίας όλα τα γλωσσικά στοιχεία, παραφθαρμένα βέβαια και αλλοιωμένα είναι λέξεις ελληνικές. Φυσικά οι πληθυσμοί αυτοί της Ιταλίας ούτε καν φαντάζονται πως έχουν ή είχαν καμιά ποτέ σχέση με τους Έλληνες, είτε τους αρχαίους είτε τους Έλληνες του Βυζαντίου. Αισθάνονται και είναι πέρα για πέρα Ιταλοί. Το ίδιο ακριβώς, καθώς και οι δικοί μας «Αρβανίτες».

Γιατί όμως, αφού η συνείδηση η εθνική αλλάζει, τα ήθη και τα έθιμα και αυτά αλλάζουν, η γλώσσα τόσο πεισματικά ανθίσταται και δεν υποκύπτει εύκολα στην αλλαγή. Έχει και το φαινόμενο αυτό τα αίτιά του. Τη γλώσσα μαθαίνει κανείς μικρό παιδί από τη μάννα του. Η μητρική γλώσσα δύσκολα ξεμαθαίνεται. Ενώ τα αισθήματα και το φρόνημα εύκολα μεταβάλλονται και αλλάζουν. Στην περίπτωση δε των Αλβανών εποίκων της χώρας μας υπάρχουν και ειδικοί λόγοι, διά τους οποίους η γλώσσα τους διετηρήθη και επεβίωσε. Με την Τουρκοκρατία έλειψε το σχολείο, όπου συντελείται η στοιχειώδης μόρφωση του λαού και όπου καλλιεργείται και πλουτίζεται η γλώσσα από της παιδικής ηλικίας.

Πού λοιπόν να μάθουν ελληνικά οι εξελληνισθέντες παλαιοί Αλβανοί έποικοι, αφού σχολεία δεν υπήρχαν; Αλλά μήπως και η επαφή και επικοινωνία με το ιθαγενές στοιχείο, τους Έλληνας, ήτο πολύ συχνή και άμεση, ώστε να υποστούν την ανώτερη πνευματική και κοινωνική τους επίδραση; Οι «Αρβανίτες» εγκατεστημένοι οι περισσότεροι, όπως είπαμε ήσαν σε ορεινές κυρίως περιοχές, ευρίσκοντο τρόπον τινά απομονωμένοι, σαν σε νησίδες, από τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό. Συνεπώς δεν υφίσταντο άμεσα την πνευματική των επιρροή, ούτε και τη γλωσσική συνεπώς.

Η δουλεία επίσης του Έθνους μας ήτο ένας επί πλέον δυσμενής όρος. Γι’ αυτό μόλις το Έθνος ελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και άρχισαν να αποδίδονται οι καρποί της πνευματικής μας προόδου και αναπλάσεως, τα «Αρβανίτικα» εξαφανίζονται σύντομα και ασφαλώς έπειτα από μια γενεά δεν θα ακούονται πλέον.

Σήμερα όλοι οι κάτω της ηλικίας των 20 ετών «Αρβανίτες» όχι μόνον δεν μιλούν, αλλ’ ούτε καταλαβαίνουν τα «Αρβανίτικα». Ασφαλώς δε έπειτα από λίγα χρόνια, ελάχιστα μόνον γλωσσικά λείψανα θα σώζονται. Θα είναι κυρίως τα τοπωνύμια. Και αυτά δεν βλάπτει καθόλου να διατηρηθούν. Σαν επιγραφές χαραγμένες επί του εδάφους θα μας θυμίζουν κάποια ιστορία ή, για να θυμηθώ τον αείμνηστο ιστορικό Λάμπρο, θα είναι τα τοπωνύμια αυτά τα τόξα μιας κατεστραμμένης γέφυρας, η οποία θα μας μεταφέρει από το παρόν εις το παρελθόν και θα μας βοηθά να μελετούμε με ασφάλεια την ιστορία του τόπου μας.

Το σύνολο των Αρβανιτών της χώρας ανερχόταν το 1879 σε 176.120 άτομα και το 1907 σε 236.707. Οι αριθμοί αυτοί, ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου του πληθυσμού της Ελλάδας, ήταν 10,65 % και 9 % αντίστοιχα. Στον αριθμό των Αρβανιτών δεν υπολογίζονται όσοι ζούσαν σε αστικά κέντρα. Οι επίσημες πληροφορίες της Στατιστικής Υπηρεσίας για τον πληθυσμό των Αρβανιτών ήταν 58.916 ή 3,56 % για το 1879 και 50.975 ή 1,94 % για το 1907.

Ιωάννης Χρ. Πούλος
Συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών

- Advertisement -

13 ΣΧΟΛΙΑ

    • Μόνο που λέει για ορεινές κοινότητες δείχνει ότι δεν ξέρει που βρίσκονται τα αρβανιτοχωρια .

      Οι Αρβανίτες ΗΤΑΝ …..δεν έγιναν Έλληνες

  1. Οι Αλβανοί σε Πελοπόννησο και Αργοσαρωνικό
    Το 1397 60.000 Τούρκοι υπό τον Εγιούπ-Πασά, κατά τους σύγχρονους χρονογράφους, επέδραμαν στην «παλαιάν και ονομαστήν πόλιν τού Άργους πολεμήσαντες έλαβον και υπέρ τας τριάκοντα χιλιάδας αιχμαλώτους λαβόντες εν τη Ασία αποίκους εποίησαν και τα τείχη αυτής χαλάσαντες έρημον κατέλιπον.» Μετά την αποχώρηση των Τούρκων εισέρρευσε πλήθος Αλβανών στον σχεδόν έρημο τόπο, οι οποίοι και την μητρική τους γλώσσα μετέδωσαν και τις πλείστες θέσεις και χωριά μετονόμασαν με τα επώνυμα των προκριτέρων Αλβανικών οικογενειών, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την πρόσφατη αλλαγή των περισσοτέρων από το σύγχρονο εθνικό ελληνικό κράτος.

    Τον καιρό, που κυβερνούσε το Βυζάντιο ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο δεσπότης τού Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνός, εξ αιτίας, που στην Πελοπόννησο είχε αραιωθεί πολύ ο αγροτικός πληθυσμός από τις επιδρομές των Φράγκων και Τούρκων και σε πολλές περιοχές τα χωράφια και αμπέλια έμειναν ακαλλιέργητα, έστειλε απεσταλμένους στην Αλβανία και κάλεσε 10.000 χιλιάδες Αλβανούς, που ήρθαν με τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο. Ίδρυσαν χωριστούς συνοικισμούς και δούλευαν στα κτήματα των φεουδαρχών για ένα κομμάτι ψωμί.

    Ύστερα από μερικά χρόνια, όταν δεσπότης τού Μυστρά ήταν ο Θεόδωρος Α΄ (ο γιος τού αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου), ο Θεόδωρος κάλεσε αλλες 10.000 αλβανικές οικογένειες και τις εγκατέστησε στις διάφορες περιοχές τού Δεσποτάτου. (Βλ. Ε. Legrand, «Lettres de l΄empereur Manuel Paleologue», Paris, 1893, σελ. 40-41).

    Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, στον επιτάφιο προς τον αυτάδελφό του Θεόδωρο Παλαιολόγο, μας δίνει αξιοπρόσεκτες πληροφορίες για την μετοίκηση χιλιάδων Αλβανών στην Πελοπόννησο: «Αλλά και Ιλλυριοί περί μυριάδα αθρόοι μετοικήσαντες άμα παισί και γυναιξί και θρέμμασι τον Ισθμόν κατέλαβον αυτού δε πηξάμενοι τας σκηνάς και τας κλισίας εκτείναντες αυτοί καθ΄ εαυτούς ήσαν άγγελοι. Ούτως εξαίφνης παρεγένοντο· είτα μηδόλως μελλήσαντες πρεσβείαν πάνυ λαμπράν προς όν αφικνούντο πέμψαντες επυθάνοντο τίποτ΄ αν είη το δοκούν εκείνω περί αυτού, και εισιέναι και μείναι και άπερ άν όδε γνοίη πράττειν αυτούς. Ο δε δέχεται τους πρέσβεις ασμένως και καλώς παρ΄ εαυτόν τους εξηγουμένους των άλλων και φιλοφρονησάμενος αυτούς παραγεγονότας δεξιώς άγαν και τής εμφύτου γεύσας γλυκύτητος επισπάται τας εαυτών γνώμας· μήτε δ΄ όμηρα λαβών μήτε εγγύας αιτήσας όρκοις ηρκέσθη τοις παρ΄ αυτών, καίπερ οι πλείους παρήνουν μηδαμώς αυτούς εόξασθαι το τε πλήθος δεδιότες και το έθεσιν ετέροις εκείνους ζην υποπτεύοντες αίτιον σκανδάλου γενήσεσθαι… Κτάται τοιγαρούν στρατιάν τοιαύτην ουκ άπειρον μεν τραυμάτων, αγαθήν δε τα πολέμια» (Λάμπρου: «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τ. Β΄, σ. 41 – 42).

    • Σας καλώ να διαβάσετε το έργο του Κώστα Μπίρη “Αρβανίτες, Δωριείς του νεώτερου ελληνισμού”. Στα σχόλια σας συμπεριλαμβάνονται φρικτά λάθη, ανυπόστατες θέσεις και απόψεις που έχουν θεμελιωθεί στη συλλογική ιστορική σκέψη μονάχα λόγω της συστηματικής και αέναης επανάληψης τους. Διακρίνω επίσης θέσεις τόσο παρωχημένες και ανακριβείς παρόμοιες με αυτές του Φαλμεράυερ. Είναι κρίμα μύθοι περί αραιοκατοικημένης Ελλάδας, πληθυσμιακής αλλαγής και σλαβικών εποικισμών να διαδίδονται ακόμα. Σας καλώ να διαβάσετε τι βιβλίο του Γουίλιαμ Μάγιερς φραγκοκρατία εν Ελλάδι. Δυσκολεύομαι να δικαιολογήσω αυτό το στρατευμένο κύμα ανακρίβειας με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εκτός από κάποιου είδους σκοπιμότητα.

      • Οι Έλληνες της κάτω Ιταλίας έχουν ακόμα ελληνική συνείδηση και κάνουν σχετικά φεστιβάλ κάθε χρόνο και τιμούν τον Πυθαγόρα
        Μην γράφουμε ότι να ναι

  2. Από τα παραπάνω έχουμε επίσημη ομολογία, πως οι Αλβανοί στα χρόνια αυτά δεν ήρθαν σαν επιδρομείς, αλλά σαν σύμμαχοι. Προσκλήθηκαν από το δεσπότη τής Πελοποννήσου Θεόδωρο Παλαιολόγο και εγκαταστάθηκαν στις ρημαγμένες από τους Φράγκους και Καταλάνους περιοχές. Κι έτσι, εξόν που σαν κτηνοτρόφοι και γεωργοί πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες, πολλοί απ΄ αυτούς υπηρέτησαν και ως μισθοφόροι τους Παλαιολόγους.

    Αργότερα, οι Αρβανίτες τής Πελοποννήσου αντιτάχτηκαν στις εισβολές και επιδρομές των Τούρκων και όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να καταλάβουν την Πελοπόννησο, ήταν σχεδόν οι μόνοι, που αντιστάθηκαν και πολέμησαν.

    Όταν διαλύθηκε το Δεσποτάτο τής Ηπείρου, ο Νικηφόρος Δούκας (απόγονος των Αγγέλων Κομνηνών), προσπάθησε να ξαναϊδρύσει το Δεσποτάτο, αλλά οι Αλβανοί το 1358 επιτέθηκαν, τον νίκησαν και ίδρυσαν δικό τους κράτος. Ηγεμόνας τού κράτους αυτού ήταν ο Γκίνης ή Ιωάννης Μπούας (Σπάτας), Αυτός κατέλυσε την Άρτα και την περιοχή της, καθώς και την Αιτωλοακαρνανία και έδιωξε τους Ανδευαγούς από την κεντρική Ελλάδα. Έτσι, ο Αλβανός πρίγκιπας, κατέχοντας τη Ναύπακτο, κρατούσε το ένα από τα κλειδιά τού Κορινθιακού κόλπου.

    Την ίδια πάνω κάτω εποχή και ο βασιλιάς τής Αραγωνίας, που εξουσίαζε τα φραγκικά δουκάτα τής ανατολικής κεντρικής Ελλάδος, κάλεσε Αλβανούς και Έλληνες να ΄ρθουν και να εγκατασταθούν στην ανατολική Στερεά, γιατί και στην περιοχή αυτή ο αγροτικός πληθυσμός είχε αραιωθεί πολύ από τις καταπιέσεις, τα θανατικά, τις εισβολές των ξένων στρατών κ.λπ.. Υποσχέθηκε μάλιστα, πώς για δυό χρόνια θα είναι απαλλαγμένοι από τα καθιερωμένα δοσίματα (φόρους σε είδος ή χρήμα).

    * * *

  3. Οι Αλβανοί επήλυδες, που ασκούσαν ποιμενικό βίο, επεκτάθηκαν στις πεδιάδες τής Ήλιδας, τής Αχαΐας και της Μεσσηνίας, γρήγορα όμως, βρέθηκαν στην ανάγκη να αναζητήσουν καταφύγιο κατά τις θερινές περιόδους σε δροσερότερα μέρη τής Πελοποννήσου κι ιδιαίτερα στην ορεινή Αρκαδία. Στα μέσα τού 15ου αιώνα οι Αλβανοί τής Πελοποννήσου διέθεταν ήδη πάνω από 30.000 άντρες των όπλων.

    Ύστερα από διάφορα επεισόδια με τους Τούρκους, ορισμένοι Αλβανοί, φθίνοντος τού 15ου αιώνα, πέρασαν το Αραχναίο (άλλοι πήγαν στη Μάνη) και ξεχύθηκαν στην παραλία τής Ερμιονίδας και τής Τροιζήνας κι από εκεί πέρασαν στα κοντινά -έρημα λόγω των πειρατικών επιδρομών- νησιά, Ύδρα, Σπέτσες και Πόρο. Όλες αυτές οι αλβανικές οικογένειες είχαν ως μητρική γλώσσα την αλβανική, την οποία σχεδόν καθιέρωσαν στα νησιά αυτά, όπως μαρτυρούν εξ άλλου και τα τοπωνύμια, όπως π.χ. Πόρτο Χέλι (χέλι στα αλβανικά σημαίνει οβελός, σούβλα), αλλά και τα ανθρωπωνύμια, όπως Μπότασης (από τις αλβανικές λέξεις bote=άργιλος, χώμα και chi=βροχή).

    Σε ένα τουρκικό κατάστιχο περιέχονται ποσοτικά δεδομένα για τον πληθυσμό τής Πελοποννήσου τον 15ο αιώνα, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιά ιδέα για τους οικισμούς τής εποχής εκείνης, τουλάχιστον στη βορειοδυτική ζώνη τής Πελοποννήσου. Πρόκειται για ένα αναλυτικό κατάστιχο τιμαρίων (mufassal defter) τού 1461/1463, το οποίο αναφέρεται σ΄ ένα τμήμα τής σημερινής Αχαΐας και Ηλείας, μας δίνει δηλαδή μιά εικόνα τής περιοχής ακριβώς μετά την κατάκτηση τής χώρας από τους Τούρκους το 1460. Το κατάστιχο αυτό σώζεται στη βιβλιοθήκη «Κύριλλος και Μεθόδιος» τής Σόφιας. (Βλ. P. Assenova – R. Stojkov, Th. Kacori: «Prenoms, noms de famille et noms de localite dans le Nord-Ouest du Peloponnese vers la moitie du XVe siecle», Annuaire de l΄Universite de Sofia. Faculte des Philologies Slaves 68, αρ. 3, 1975, σελ. 213-297. Βλ. επίσης των ιδίων: «Oikonymes et anthroponymes du Peloponnese vers la moitie du XVe siecle», Actes du XVe Congres International des Sciences Onomatiques – Sofia, 1972- Ι, Sofia 1974, sel. 69-72).

  4. (Σημείωση: Όπως θα παρουσιάσουμε σε επόμενες έρευνές μας, ειδικά η Πελοπόννησος, είχε προ αιώνων ερημωθεί και εποικισθεί κυρίως από σλάβους. Οι σλάβοι αυτοί, με την πάροδο των αιώνων -δεν εξελληνίστηκαν βέβαια, αλλά- εκρωμαίστηκαν (εκβυζαντινίστηκαν), δηλαδή τούς επιβλήθηκε η επίσημη γλώσσα τής ανατολικής αυτοκρατορίας (ελληνικά) και η επίσημη θρησκεία (ορθοδοξία). Εκβυζαντινισμένοι -ελληνόφωνοι πλέον και χριστιανοί- σλάβοι είναι στην πλειοψηφία τους οι "έλληνες", που συναντάμε ειδικά στην Πελοπόννησο τούς επόμενους αιώνες και καταχρηστικά τους αποκαλούμε έλληνες. Το σωστότερο θα ήταν να τούς αποκαλούσαμε απλά ελληνόφωνους, διότι έτσι δημιουργείται η ψευδαίσθηση τής αρχαιοελληνικής δήθεν καταγωγής τους).

    Σύμφωνα με το παραπάνω κατάστιχο, οι Έλληνες τής περιοχής ήταν λιγότεροι από τους Αλβανούς: καταμετρούνται 1.742 ελληνικές οικογένειες και 1.836 αλβανικές. Περισσότερα στοιχεία μπορείτε να βρειτε στο βιβλίο τού Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», (έκδ. Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική Τράπεζα τής Ελλάδος, Αθήνα, 1987), απ΄ όπου προέρχονται και οι πιο πάνω συγκεντρωτικοί πίνακες.
    Αναλυτικά στοιχεία για όλα τα χωριά τής ΒΔ Πελοποννήσου μπορείτε να δείτε στο Παράρτημα “Α” (κάντε κλίκ εδώ). Στη στήλη (γ) σημειώνονται με το γράμμα Ε τα ελληνικά και με το γράμμα Α τα αλβανικά χωριά. (Για την περιοχή τής Αχαΐας για παράδειγμα, το ποσοστό των οικισμών με αρβανίτικο όνομα είναι 74,5%).

  5. Οι αλβανικοί εποικισμοί στα Αργολικά νησιά επέφεραν πληθώρα πληθυσμού δυσανάλογο προς τους φυσικούς πόρους, οπότε οι Αλβανοί άφησαν σταδικά τον ποιμενικό βίο κι άρχισαν εκμεταλλευόμενοι την φυσική αποστροφή των Τούρκων προς τη θάλασσα να ναυσιπλοούν ασχολούμενοι στην αρχή κυρίως με την αλιεία. Η περιορισμένη κατ΄ αρχάς κυρίως σε Ύδρα και Σπέτσες ακτοπλοΐα επεκτάθηκε βαθμηδόν και μέχρι των απώτερων νησιών τού Αιγαίου, τής Κρήτης, ακόμα και τής Αλεξάνδρειας. Τότε βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Βερβερίνους πειρατές τής Τύνιδας, Αλγερίας και Τρίπολης, που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο, οπότε μη εννοούντες να υποχωρήσουν εξόπλισαν τα πλοία τους με κανόνια και άλλα πολεμικά όργανα. Ειδικά μετά τη συνθήκη Κουτσούκ – Καϊναρτζή πολλαπλασιάστηκαν οι ναυτιλιακές και εμπορικές τους δραστηριότητες σε όλη τη Μεσόγειο.

    Στο δεύτερο μισό τού 15ου αιώνα αναφέρεται στη Μάνη η παρουσία Αλβανών stradioti, οι οποίοι σε συνεργασία με τους Μανιάτες πραγματοποιούσαν εξορμήσεις εναντίον των οθωμανικών δυνάμεων. [Mε την ονομασία stradioti έγιναν γνωστοί στη Δύση οι Αλβανοί και Έλληνες, που υπηρετούσαν υπό τους Βενετούς στις περιοχές των κτήσεων τής Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τής Βενετίας και στην ιταλική χερσόνησο. (K. Σάθα: «Documents inedits», τόμ. 6, σελ. 214-236, «Έλληνες στρατιώται εν τη δύσει», σελ. 126-128, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελ. 36-42, Κ. Μπίρη: «Αρβανίτες», σελ. 143-150 κ.ά.).] Ένα μέρος αυτών εγκαταστάθηκε μόνιμα στη μανιάτικη επικράτεια. Αυτό επιβεβαιώνεται κατά κάποιο τρόπο από ορισμένα τοπωνυμικά στοιχεία, όπως: τού Πούχαλη, τού Μενάγια, Σκούρκα (περιοχή Φλομοχωρίου, Κότρωνα και Ταινάρου), Κάλιαζη ή Κάλιαζα (ερημωμένος οικισμός στα βορειοανατολικά τού Βαχού, από το kallez=στάχυ), αλλά και ανθρωπωνυμικά, όπως: Κούκης (i kuq=κόκκινος), Μπουζάς (buze=χείλος), Λεκάκος (Λέκας από το Leke=Αλέξανδρος), Βρεττάκος (Βρεττός), Μέξης, Γκέκας, Αρβανιτάκος κ.λπ..
    Στο Παράρτημα “B” (για να το διαβάσετε κάντε κλικ εδώ) παρατίθεται κατόλογος με αλφαβητική σειρά ονομάτων Αλβανών καπετανέων ή απλών στρατιωτών από έγγραφα τού βενετικού αρχείου ή από άλλα κείμενα των 15ου και 16ου αιώνων μαζί με σχετικές για το καθένα παραπομπές και εξηγήσεις. Πολλά από αυτά ξεχωρίζουν ως αρβανίτικα, είτε από τον γλωσσικό τύπο τού επωνύμου, είτε από τα ονόματα των μελών τής ίδιας οικογένειας. Ορισμένα συνεχίζονται ακόμη στην ελληνική κοινωνία και άλλα, που ενώ έχουν εξαφανισθεί σαν επώνυμα, διατηρούνται ακόμη ως ονόματα χωριών και ως τοπωνύμια στους τόπους, όπου ήταν προνοιασμένες οι φερώνυμες οικογένειες των στρατιωτών, όπως: Σπάτα, Λιόπεσι, Σχηματάρι, Κούτσι κ.ά.. Τα ονόματα αυτά σημειώνονται στα «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας» τού Κωνσταντίνου Σάθα κι έχουν αναδημοσιευθεί στο βιβλίο «Αρβανίτες: Οι Δωριείς τού νεώτερου ελληνισμού» τού Κ. Μπίρη (έκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1960).

  6. Το όνομα Μάνη, που μνημονεύεται από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο (10ος αιώνας) είναι καθαρά αλβανικό και μας υποχρεώνει να μεταφέρουμε την «κάθοδο» των Αλβανών στην Πελοπόννησο πολύ νωρίτερα· σημαίνει μουριά (mene). Από τα χρόνια τού Ιουστινιανού στην περιοχή είχε αναπτυχθεί η σηροτροφία (τα φύλλα μουριάς είναι η βασική τροφή τού μεταξοσκώληκα.) Σύμφωνα με τον Χατζηδάκι, το όνομα Μορέας (Μοριάς) για ολόκληρη την Πελοπόννησο σημαίνει περιοχή μορεόφυτη, οπότε πιθανότατα το Μοριάς να είναι μετάφραση στα ελληνικά τού αλβανικού Μάνη. Τοπωνύμια Μάνη υπάρχουν και σε άλλα μέρη, κυρίως σε δασικές θέσεις τής Ελλάδας.

    «Η Πελοπόννησος», γράφει στα τέλη τού 18ου αιώνα ο Γάλλος ακαδημαϊκός, Barbie du Bocage, «κατοικείται υπό τριών φυλών, των Τούρκων, των Ελλήνων και των Αλβανών». (Note communiquee par M. Barbie du Bocage, membre de l΄institut de France).

    Στη Λάλα, στο οροπέδιο τής Φολόης στην Ηλεία, ζούσαν περισσότεροι από 3.000 Αλβανοί, εκ των οποίων οι 400 ήταν καλά οπλισμένοι. Επί τρείς αιώνες το διαμέρισμα των Βαρδουνίων κατεχόταν από Αλβανούς, οι οποίοι πιθανώς είχαν εξώσει τον Σλαβικό πληθυσμό, που κατείχε την περιοχή κατά την Τουρκοκρατία. Ο πληθυσμός τους μπορούσε να οπλίζει περί τους 2.500 άνδρες.

    Πλείστα Αρβανίτικα τοπωνύμια επιβίωναν έως τις αρχές τού 20ου αιώνα, όπως φαίνεται από το παραπάνω χάρτη των Σπετσών τού 1901 (αριστερά σε σμίκρυνση ολόκληρος).

    Πολλά χωρία στην Πελοπόννησο ακόμη έως τα χρόνια μας έχουν αρβανίτικα ονόματα, όπως: Στην Ηλεία: Καγκάδι (=τραγουδιστό), Κακαρούκα (=κακοκυλημένος), Καράτουλα -όπως και Καράτολα στην Κυνουρία-, Κόκλα, Κουρτέσι, Κριεκούκι (κόκκινο κεφάλι) -όπως και στην Αιτωλία-, Λικούρεσι (=τομάρι) -όπως και στη Γορτυνία-, Λιόπεσι -όπως και στην Κορινθία-, Μαζαράκι, Μάζι (maze=είδος τυριού) -όπως και στην Κορινθία-, Μουζάκι -όπως και στην Αρκαδία-, Μπάστα, Μπεντένι, Μπόρσι, Σκουροχώρι, Σούλι (ψηλό), Σπάτα. Στην επαρχία Πατρών: Γκέρμπεσι, Καλέντζι (καλέντζης=γανωτζής) -όπως και στην Αιτωλία-, Μαζαράκι, Μάνεσι (μάνεσης=βραδύς), Μπούκουρα (ωραίο), Μπούμπα, Ρένεσι (ρένεσης=ψεύτης), Σκούρα, Χαϊκάλι (κάλι=άλογο). Στην Τριφυλία: Κακάβα, Κούτσι (=καζάνι ή σκύλος στη γλώσσα των παιδιών εξ ου και η φράση κουτς-κουτς για τα σκυλιά) -όπως και στην Κορινθία. Στα Καλάβρυτα: Γκέρμπεσι, Λιόπεσι, Μάνεσι. Στη Μεσσηνία: Καμπάσι, Λικούρεσι, Μάνεσι, Μπάστα, Χαϊκάλι.

    Το 1485 εκδόθηκε ειδικό διάταγμα, βάσει του οποίου επιτρεπόταν ο εποικισμός τής Ζακύνθου από Πελοποννήσιους stradioti και παρέχονταν σε αυτούς ειδικές διευκολύνσεις. Άν και το διάταγμα αφορούσε περιοριστικά στη Ζάκυνθο, οι εποικισμοί επεκτάθηκαν και σε άλλα νησιά τού Ιονίου, κυρίως στην Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά.

  7. Δήμοι ολόκληροι στις επαρχίες Άργους, Κορινθίας, Ναυπλίας τον 19ο αιώνα οικούνται από Αλβανούς, υπάρχουν δε επαρχίες ολόκληρες οικούμενες από Αλβανούς (Ύδρας, Τροιζηνίας, Σπετσών και Ερμιονίδας). Αναλυτικότερα και δειγματοληπτικά από το βιβλίο τού Αντωνίου Μηλιαράκη: «Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία τού νομού Αργολίδος και Κορινθίας» (έκδ. Νότη Καραβιά, Αθήνα, 1995, πρώτη έκδοση: 1886):

    – Οι μισοί περίπου κάτοικοι τού νομού Αργολίδας και Κορινθίας είναι Αλβανοί (συνολικός πληθυσμός: 136.081 κάτοικοι).
    – Οι κάτοικοι τού δήμου Αργείων (11.793) είναι Αλβανοί, πλην τής πόλης τού Άργους (9.861), όπου λίγος πληθυσμός έχει ως οικιακή γλώσσα τήν αλβανική.
    – Από τους κατοίκους των χωριών τού δήμου Ναυπλιέων θεωρούνται αλβανικής καταγωγής οι οικούντες το Κοφίνι (400 κάτοικοι) και Κούτσι (272 κάτοικοι), ομιλείται όμως, η αλβανική και στα υπόλοιπα χωριά.
    – Ο δήμος Κορίνθου (7.585 κάτοικοι) πλήν των χωριών Σουλιναρίου (86 κάτ.), Λιμοχωρίου (75 κάτ.), Νεράντζας (136 κάτ.) και Νέας Κορίνθου (2.619 κάτ.), κατοικείται από Αλβανούς.
    – Όλα τα χωριά τού δήμου Σικυώνος (5.438 κάτ.) κατοικούνται από Αλβανούς, πλην των Κιάτου, Θολερού, Λαλιώτη, Μελισσίου και Συκιάς.
    – Ο δήμος Σολυγείας έχει 3.958 κατοίκους, όλους Αλβανούς.
    – Αλβανικά χωριά στο δήμο Στυμφαλίας είναι τα: Ντούσα, Καστανιά (895 κάτ.), Λαύκα (882 κάτ.), Μάτζιζα και Ζαρακάς.
    – Από τους κατοίκους τού δήμου Πελλήνης (3.275) πλην των Μαρκασαίων (609 κάτ.), που μιλούν ελληνικά, οι υπόλοιποι μιλούν αλβανικά.

    – Στό δήμο Νεμέας κατοικούνται από Αλβανούς τα χωριά Στημάγκα (275 κάτ.) και Βοτζικά (167 κάτ.). Στο χωριό Βοϊβοντά μιλιώνται και οι δύο γλώσσες. [Το όνομα Στήμαγκα πιθανώς είναι σύνθετο από το Στη (στην, εις την) και Μάγκα. Μάγκες λέγονταν τα παλληκάρια των αρματωλών. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει αγέλη (Κ. Σάθα: «Μεσαιωνικός βίος τού ελληνικού έθνους», εν Εστία αρ. 377, σελ. 182, 1883).]
    – Το μεγαλύτερο χωριό τού δήμου Κλεωνών, τα Αθήκια (755 κάτ.) κατοικείται εξ ολοκλήρου από Αλβανούς, όπως και το χωριό Άγιος Ιωάννης (347 κάτ.).
    – Οι κάτοικοι τού δήμου Ύδρας (7.342) είναι όλοι Αλβανοί.

    – Οι κάτοικοι τής επαρχίας Σπετσών και Ερμιονίδος, Κρανιδιώτες (5.628), Καστριώτες (1.850) και Σπετσιώτες (6.899) πλην των Διδυμιωτών, φέρουν βράκες, όπως οι Υδραίοι (7.342), Ποριώτες (5.414) και Δαμαλίτες, είναι δε όλοι Αλβανοί, που μιλούν και τα ελληνικά μαζί με τα αλβανικά.

    Αλβανοί, όλοι οι κάτοικοι τής Ύδρας. (Αντωνίου Μηλιαράκη: «Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία τού νομού Αργολίδος και Κορινθίας», έκδ. Νότη Καραβιά, Αθήνα, 1995 (πρώτη έκδοση: 1886).

    Η επιφανέστερη -άν και όχι η πολυαριθμότερη- μερίδα τού αλβανικού πληθυσμού στην Ελλάδα αποτελούνταν από τους εμποροπλοιάρχους και ναύτες τής Ύδρας και των Σπετσών και τους πορθμείς τού Πόρου, τού Καστρίου και Κρανιδίου. Η νήσος Ύδρα πριν την επανάσταση έφτασε να έχει σχεδόν 20.000 κατοίκους καθαρά Αλβανούς. Μεγάλο μέρος τής ακτοπλοΐας τού Αιγαίου ήταν στα χέρια των Αλβανών τού Πόρου, τού Καστρίου και τού Κρανιδίου. Επί των ναυτικών αυτών πληθυσμών οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες ασκούσαν επιρροή. (Γεωργίου Φίνλεϋ: «Ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως», μετάφραση: Αλ. Παπαδιαμάντη, τ. Α΄, κεφ. Β΄, σελ. 74, έκδ. «Ίδρυμα τής Βουλής των Ελλήνων», Αθήνα, 2008).

  8. Ο Άγγλος συνταγματάρχης Λήκ γράφει, πως οι Μωραΐτες, κυρίως οι προνομιούχες τάξεις, δεν είχαν καλή ιδέα για τους Υδραίους. Μιλούσαν για αυτούς με καταφρόνηση, τους έλεγαν χοντράνθρωπους, απελέκητους Αρβανίτες, καλούς ναυτικούς και πανέξυπνους εμπόρους, που ξόδευαν όμως το χρήμα τους χτίζοντας και μπεκροπίνοντας στο νησί και καυγαδίζοντας μεταξύ τους. (Researches in Greece, London, 1814, τόμ. Γ΄, σελ. 346). Ο Λήκ παρατήρησε επίσης, ότι η Αρβανίτικη φορεσιά είχε μεγάλη διάδοση και στο Μωριά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την επικράτησή της πέρα από τον Κορινθιακό την απέδωσε στην αλβανική ισχύ σ΄ αυτές τις περιοχές. Για το Μωριά εκτίμησε, ότι οφειλόταν στην ευημερία τής αρβανοκατοικημένης Ύδρας και στους Αρβανίτες, που είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα μέρη, ειδικά στην Αργολίδα, όπως άλλωστε στην Αττική και τη Βοιωτία.

    Η οικογένεια τού Κουντουριώτη ήταν μία από τις αρχαιότερες στην Ύδρα. Ιδρύθηκε από Αλβανό χωρικό και μετέπειτα πορθμέα από τα Κούντουρα, ένα από τα Δερβενοχώρια. Ο Λάζαρος Κουντουριώτης ήταν κορυφαίος τής οικογένειας κατά την επανάσταση τού ΄21.

    Πηγή από Ελευθερη Ερευνα https://www.freeinquiry.gr/single-post.php?id=1248

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε ακόμα

Σχετικά άρθρα

loutrakiblog