Το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε απέρριψε οριστικά την προσφυγή, έλληνα πολίτη για να καταστεί δυνατή η διαγραφή του δημοσίου χρέους των χωρών που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης. Το γενικό δικαστήριο έκρινε τελεσίδικα πως «νομοθετική καθιέρωση γενικού και μόνιμου μηχανισμού διαγραφής του χρέους, δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 122, παράγραφος 2 της Συνθήκης, βάσει του οποίου το Συμβούλιο μπορεί να χορηγήσει χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης σε κράτος μέλος που αντιμετωπίζει δυσχέρειες οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή σε έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του».
Η ιστορία της προσφυγής Αναγνωστάκη
Με απόφαση τής 30ής Σεπτεμβρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του Αλ. Αναγνωστάκη, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν έχει τη δυνατότητα να προτείνει στον νομοθέτη της Ένωσης την καθιέρωση αρχής κατά την οποία το δημόσιο χρέος των χωρών που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης θα έπρεπε να μπορεί να διαγραφεί. Κατόπιν της έκδοσης της απόφασης αυτής, ο Αλ. Αναγνωστάκης άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης του Αλ. Αναγνωστάκη και επικυρώνει, επομένως, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο επικυρώνει, μεταξύ άλλων, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου ότι η νομοθετική καθιέρωση γενικού και μόνιμου μηχανισμού διαγραφής του χρέους, δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 122, παράγραφος 2 της Συνθήκης, βάσει του οποίου το Συμβούλιο μπορεί να χορηγήσει χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης σε κράτος μέλος που αντιμετωπίζει δυσχέρειες οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή σε έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του.
Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει, όπως και το Γενικό Δικαστήριο, ότι η αρχή της κατάστασης ανάγκης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε βάσει του άρθρου 136 της Συνθήκης, δυνάμει του οποίου το Συμβούλιο λαμβάνει μέτρα για να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών της Ευρωζώνης και για να χαράσσονται οι προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής που αφορούν τα κράτη αυτά.