Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

7 στους 10 υποψηφίους εξασφάλισαν το εισιτήριο εισαγωγής σε ΑΕΙ-ΤΕΙ

- Advertisement -

Πτώση σημείωσε η συντριπτική πλειονότητα των βάσεων εισαγωγής, όπως, βέβαια, είχε προβλέψει εδώ και αρκετές μέρες η «Εφημερίδα των Συντακτών»…

Η πτώση αφορά περισσότερο τα τμήματα και τις σχολές του 2ου (Θετικές Επιστήμες) και του 3ου Επιστημονικού Πεδίου (Επιστήμες Υγείας) και λιγότερο το 1ο Επιστημονικό Πεδίο (Θεωρητικές Επιστήμες) και το 4ο Επιστημονικό Πεδίο (Οικονομικές Επιστήμες). Αντίθετα, όπως σωστά είχε εκτιμηθεί, άνοδο και μάλιστα ισχυρή είχαν τα Παιδαγωγικά Τμήματα Δασκάλων και Νηπιαγωγών.

Και φέτος είχαμε σχολές που ακουμπούσαν στο έδαφος (Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων στην Ηγουμενίτσα με 3.034 μόρια) και σχολές που έφτασαν στον ουρανό (Ιατρική Αθήνας με 19.029 μόρια).

Η ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής συνοδεύεται πάντα με χαμόγελα και πικρίες, ανησυχία και αγωνία. Είναι σίγουρο ότι όσον αφορά τους επιτυχόντες, οι οποίοι, με τυπικούς όρους, περιλαμβάνουν και το μεγαλύτερο τμήμα των υποψηφίων (7 στους 10 εκ των φετινών υποψηφίων παίρνουν το εισιτήριο για τα ΑΕΙ) τα παραπάνω αισθήματα συνυπάρχουν.

Κι αν τα χαμόγελα κρατούν αρκετές μέρες γι’ αυτούς τους λίγους που πέτυχαν στην πρώτη τους επιλογή (περίπου το 10% των επιτυχόντων), για όλους τους άλλους τα χαμόγελα της επιτυχίας μπερδεύονται ευθύς εξ αρχής με πικρίες, ανησυχίες και αγωνίες. Πικρίες γιατί τελικά δεν κατάφεραν να πετύχουν την είσοδό τους στη σχολή της αρεσκείας τους και αγωνία και ανησυχία γιατί πέτυχαν την είσοδό τους σε σχολή εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας, γεγονός που γνωρίζουν καλά ότι σημαίνει υψηλό οικογενειακό κόστος καθώς η φοιτητική μέριμνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Και πώς θα τα βγάλει πέρα η οικογένεια ανέργων ή χαμηλά αμειβομένων με ένα παραπάνω, διόλου ευκαταφρόνητο έξοδο; Και τι θα κάνει το παιδί όταν πάρει το πτυχίο του που η ανεργία θερίζει;

  Η κίνηση των βάσεων

Μικρή ή και αισθητή πτώση σημείωσαν 7 από τα 9 τμήματα του ΕΜΠ, όπως προκύπτει από τους συγκριτικούς πίνακες, σε σχέση πάντα με την προηγούμενη χρονιά.

Τα τμήματα και τα μόρια που απαιτούν:

● Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών 13.892: Πτώση 384 μόρια

● Αρχιτεκτόνων Μηχανικών 19.334: Πτώση 43 μόρια

● Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών 18.240: Πτώση 176 μόρια

● Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών 14.984: Πτώση 159 μόρια

● Χημικών Μηχανικών 17.595: Πτώση 222 μόρια

● Μηχανολόγων Μηχανικών 18.033: Πτώση 131 μόρια

● Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών 17.784 μόρια: Πτώση 68 μόρια

Αντίθετα, οριακή αύξηση σημείωσαν μόνο 2 σχολές:

● Πολιτικών Μηχανικών 16.860: Αύξηση 64 μόρια

● Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών 15.784: Αύξηση 70 μόρια

Πτώση σημείωσαν όλες οι Ιατρικές Σχολές της χώρας. Τα στοιχεία για τις Ιατρικές Σχολές, όπως προκύπτουν από τους συγκριτικούς πίνακες:

● Ιατρική Αθήνας 19.029: Πτώση 114 μόρια

● Ιατρική Θεσ/νίκης 18.808: Πτώση 238 μόρια

● Ιατρική Δημοκριτείου 18.451: Πτώση 262 μόρια

● Ιατρική Ιωαννίνων 18.597: Πτώση 244 μόρια

● Ιατρική Λάρισας 18.564: Πτώση 239 μόρια

● Ιατρική Παν/μίου Κρήτης 18.519: Πτώση 267 μόρια

● Ιατρική Πατρών 18.710: Πτώση 192 μόρια

Τα μόρια στις Νομικές Σχολές κυμάνθηκαν στα ίδια, περίπου, επίπεδα με το 2017:

● Νομική Αθήνας 18.219: Αύξηση 20 μόρια

● Νομική Κομοτηνής 17.465: Πτώση 50 μόρια

● Νομική Θεσσαλονίκης 17.965: Αύξηση 12 μόρια

◼ Μεγάλη πτώση καταγράφεται ιδίως στα περιφερειακά τμήματα που οδηγούν στον κλάδο ΠΕ02 Φιλολόγων. Το τμήμα με τη χαμηλότερη βάση που οδηγεί στον κλάδο ΠΕ02 είναι αυτό της Ιστορίας Κέρκυρας.

◼ Μεγάλη άνοδος σημειώθηκε στα Παιδαγωγικά Τμήματα (δάσκαλοι, νηπιαγωγοί) καθώς και στα Τμήματα Ειδικής Αγωγής. Οπως είχαμε προβλέψει σε δημοσιεύματα της «Εφ.Συν.», η αλλαγή που σημειώθηκε φέτος με την οποία δόθηκε η δυνατότητα σε όλους τους υποψηφίους να δηλώσουν τα τμήματα πριμοδότησε τη γενναία άνοδο των βάσεων.

◼ Το νέο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής που προέρχεται από την ενοποίηση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά έκανε φέτος το ντεμπούτο του με μεσαία και χαμηλά μόρια.

Η «κατασκευή» των επιδόσεων

Οσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι βαθμολογίες που συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι κάθε χρόνο είναι σε ένα τμήμα τους «κατασκευή». Το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού μαθητών που βαθμολογούνται κάτω από τη βάση (πάνω από 1 στους 3) δεν είναι πρόβλημα των μαθητών αλλά του εξεταστικού συστήματος που λειτουργεί σαν εκπαιδευτική ΥΠΕΔΑ.

Με άλλα λόγια, τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας είναι τεχνητή απόρροια των λεγόμενων διαβαθμισμένων θεμάτων που λειτουργούν σαν «έξυπνες βόμβες» στην κατανομή της αποτυχίας/επιτυχίας.

Με λίγα λόγια το ΥΠΠΕΘ με βάση τον βαθμό δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων μοιάζει με τον υδραυλικό που κρατάει στο χέρι του τον διακόπτη και κανονίζει ανάλογα με τις επιλογές του τη ροή του νερού. Αλλοτε με εύκολα θέματα έχει μόλις 3.000 υποψηφίους με βαθμολογία κάτω από τη βάση (2.000), άλλοτε με δυσκολότερα (φέτος) έχει πάνω από 35.000.

Να το πούμε αλλιώς: Τα θέματα των εξετάσεων υποτάσσονται στη λογική να χωριστούν οι μαθητές σε κατηγορίες έτσι ώστε να «χωράνε» στην προσφορά θέσεων εισακτέων. Ακόμη υποτάσσονται στη λογική της κίνησης των βάσεων. Το κύριο ζήτημα είναι τόσοι να πάρουν 18-20, τόσοι 12-15, τόσοι να πέσουν κάτω από τη βάση κ.λπ.

Με θέματα σωστά ή λάθος, εύκολα ή υπερ-φυσικά, σύμφωνα ή όχι με τους διακηρυγμένους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, για το ΥΠΠΕΘ ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων είναι «να παρουσιάζουν οι επιδόσεις των υποψηφίων ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, καλά, μέτρια, έτσι ώστε η κλιμάκωση αυτή να βοηθήσει να γίνει πιο αντικειμενική η επιλογή όσων θα εισαχθούν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση».

Πίσω από τις βάσεις

Οι πανελλαδικές εξετάσεις ήταν πάντα ένας μηχανισμός παραεκπαίδευσης της Παιδείας. Αρκεί να δει κανείς τον κεντρικό ρόλο που παίζουν στον καθορισμό της διδακτέας ύλης, αδιαφορώντας για ό,τι δεν σχετίζεται με τις εξετάσεις.

Αυτή η γραμμή καθορίζει και τη στάση που οφείλουν να τηρήσουν μαθητές και καθηγητές στο σχολικό μάθημα. Αντί της προαγωγής της κρίσης, της εμβάθυνσης, της γενίκευσης, της ανακάλυψης της ομορφιάς, η αξιολόγηση που αναμένεται οδηγεί στην απομνημόνευση τύπων και μεθοδολογιών, στην προπόνηση και όχι στην επιστημονική μελέτη.

Η κίνηση των βάσεων και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων καλύπτουν το γεγονός ότι το σχολικό σύστημα δεν κάνει τον κόπο να βρει τις μεθόδους και τις τεχνικές που θα μεταδώσουν σε όλους τους μαθητές τις γνώσεις που εξετάζει και βαθμολογεί, με αποτέλεσμα να ευνοεί τους ήδη ευνοημένους, αυτούς που έχουν τη μορφωτική και οικονομική υποστήριξη από την οικογένεια.

Ολο και περισσότεροι μαθητές, ακόμη και από αυτούς που πανηγυρίζουν την είσοδό τους σε κάποια σχολή της επιλογής τους ή σε κάποια άλλη, αδυνατούν να κατανοήσουν το νόημα των κειμένων που διαβάζουν και, βεβαίως, αδυνατούν να διατυπώσουν τις απόψεις τους.

Γιατί την ίδια ώρα που το εκπαιδευτικό μας σύστημα μετατρέπει τον μαθητή σε αγχώδη μοριοσυλλέκτη, απονεκρώνει κάθε διάθεση για μάθηση, κάθε περιέργεια και ανησυχία, αφοπλίζει κάθε διαδικασία εμβάθυνσης, κατανόησης, αμφιβολίας, αμφισβήτησης, εξαφανίζοντας το γιατί και το διότι, καταστρέφοντας κάθε δυνατότητα για συλλογική αφήγηση, συνολική εικόνα της φύσης, της κοινωνίας.

Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που εδώ και πολλά χρόνια ως «καλό» σχολείο προβάλλεται εκείνο που μιμείται καλύτερα το φροντιστήριο.

Αυτό δηλαδή που, αντί να οργανώνει επιστημονικά τη γνώση, ως σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας και πολύτιμο εφόδιο για τη ζωή, τυποποιεί, συσκευάζει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις, ως εμπόρευμα για κατανάλωση στις εξετάσεις, ενώ την ίδια ώρα ρίχνει το κύριο βάρος στην αναζήτηση μεθόδων, ευκολιών, «κόλπων», σχηματοποιήσεων.

Την ίδια ώρα η φτώχεια και η ανεργία από τη μια, στις οποίες έχει καταδικαστεί από τις μνημονιακές πολιτικές ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, και το άνυδρο τοπίο στην αγορά εργασίας από την άλλη λιπαίνουν το έδαφος της παραίτησης για μεγάλα τμήματα μαθητών.

Η εκπαιδευτική ανισότητα φαίνεται να έχει όχι μόνο κοινωνικά αίτια αλλά και θεμελιώδη κοινωνική λειτουργία, καθώς η εκπαίδευση στην κοινωνία των ανισοτήτων καλείται να συμβάλει αποφασιστικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή των φορέων που θα καταλάβουν τις διάφορες θέσεις του καταμερισμού εργασίας καθώς και στην κατανομή τους στις θέσεις αυτές.
Βάσεις εισαγωγής: να δεις τι σου έχω… για μετά!

Μιλάμε για το λεγόμενο «σύστημα επαγγελματικού αποπροσανατολισμού», το έλλειμμα στη φοιτητική μέριμνα που απογειώνει το ιδιωτικό κόστος του πτυχίου, την αυξανόμενη εγκατάλειψη των σπουδών, τη δραματική ανεργία των νέων πτυχιούχων καθώς και τη μαζική μετανάστευση από τη χώρα μας (Σε πρόσφατη έρευνα σε 780 φοιτητές των ελληνικών Πανεπιστημίων αποδεικνύεται ότι ένας στους τρεις φοιτητές σκέφτεται να μεταναστεύσει όταν πάρουν το πτυχίο του για εξεύρεση εργασίας σε άλλη χώρα).

Κι αν η ανεργία είναι η θεατή και κύρια όψη του προβλήματος, η ετεροαπασχόληση, δηλαδή το να απασχολείται κάποιος σε εργασίες που είτε δεν έχουν καμιά συνάφεια με τις σπουδές του είτε έχουν πολύ μικρή, κυριαρχεί στις τάξεις των πτυχιούχων, καθώς υπολογίζεται ότι περιλαμβάνει πλέον περίπου επτά στους δέκα.

Ακόμη δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει ότι αποκτώντας το ακριβοπληρωμένο «εισιτήριο» εισαγωγής στα ΑΕΙ η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού δεν τελειώνει εκεί.

Και αν οι τρεις στους τέσσερις υποψηφίους έχουν ξοδέψει, στην πορεία για τη διεκδίκηση μιας θέσης στον «χλομό» πλέον ήλιο των ΑΕΙ, από 5.000 έως και 20.000 ευρώ, τα έξοδα συνεχίζονται καθώς για τρεις στους δέκα νέους η πορεία τους στα ΑΕΙ συνοδεύεται από σημαντικές οικογενειακές δαπάνες (το συνολικό ιδιωτικό κόστος για τον εσωτερικό μετανάστη φοιτητή με μέση χρονική διάρκεια τέσσερα έως πέντε χρόνια, το κόστος του πτυχίου δηλαδή, ανέρχεται συνολικά σε περίπου 30.000 ευρώ κατά μέσο όρο).

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ανυπέρβλητα προβλήματα στους υποψηφίους από τα λαϊκότερα στρώματα, εκείνους, δηλαδή, που τα οικονομικά των οικογενειών τους δεν τους επιτρέπουν να απομακρυνθούν από τον τόπο μόνιμης διαμονής.

Από την άλλη, είτε οι βάσεις κατεβαίνουν είτε ανεβαίνουν, μόνο 1 στους 8 υποψηφίους κατά μέσο όρο πετυχαίνει την εισαγωγή του στην σχολή της προτίμησής του.

Ακόμη και στην περίπτωση των αριστούχων, και φέτος, μόνο 1 στους 3-4 θα πετύχει την εισαγωγή στην πρώτη επιλογή του.

Η συντριπτική πλειονότητα των υποψηφίων εισάγεται σε τμήματα και σχολές που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα επέλεγαν ποτέ καθώς η δυνατότητα επιλογής σχολής είναι μια «πολυτέλεια» διαθέσιμη σ’ ένα μικρό τμήμα των υποψηφίων.

Αντίθετα η συντριπτική πλειονότητα των σπουδαστών πολλών τμημάτων δηλώνει με σαφήνεια ότι «εμείς γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει…».

 efsyn.gr

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε ακόμα

Σχετικά άρθρα

loutrakiblog