Σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Ή μήπως όχι;…
Αν το δούμε λιγότερο δραματικά, το ίδιο ισχύει για όλους μας. Ένα βασικό παράδοξο της ανθρώπινης ψυχολογίας είναι ότι η πολλή σκέψη μπορεί τελικά να μας κάνει κακό. Όταν ακολουθούμε επακριβώς τη σκέψη μας, πρακτικά χάνουμε τα ερείσματα μας, καθώς η εσωτερική φωνή εντός μας μας “πνίγει” την κοινή λογική. Μια μελέτη σχετικά με τη συμπεριφορά των καταναλωτών αποκάλυψε ότι όσο λιγότερες πληροφορίες είχαν οι καταναλωτές για μια μάρκα μαρμελάδας, τόσο καλύτερη ήταν η επιλογή τους στο ράφι του σούπερ-μάρκετ. Μόλις τους παρέχονταν λίγες περισσότερες λεπτομέρειες για τα συστατικά, τότε κατέληγαν να έχουν στο καρότσι τους μια μάρκα μαρμελάδας που τελικά δεν τους άρεσε καθόλου. Επιτρέποντας στον εαυτό μας να αφουγκραστεί τα καλύτερα των ενστίκτων του, μπορούμε να αξιοποιήσουμε ένα είδος καταπιεσμένης σοφίας. Ο ψυχολόγος Gerd Gigerenzer υποστηρίζει ότι μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς μας βασίζεται σε απατηλά εξεζητημένους κανόνες ή σε ένα είδος προγραμματισμού. Ένα ρομπότ προγραμματισμένο να κυνηγάει μια μπάλα μπαίνει στη διαδικασία υπολογισμού μιας σειράς πολύπλοκων εξισώσεων για την παρακολούθηση της τροχιάς της μπάλας. Αλλά οι παίκτες του μπέιζμπολ όλο αυτό το κάνουν με ενστικτώδη τρόπο, ακολουθώντας μερικούς απλούς κανόνες: τρέχουν στη σωστή κατεύθυνση και ρυθμίζουν την ταχύτητά τους έτσι ώστε να διατηρήσουν μια σταθερή γωνία μεταξύ ματιού και μπάλας.
Για να παίρνεις τις σωστές αποφάσεις σε έναν πολύπλοκο κόσμο, λέει ο Gigerenzer, πρέπει να έχεις την ικανότητα να αγνοείς τις (περιττές) πληροφορίες. Την άποψη του επιβεβαιώνει το πείραμα που εκπόνησαν ερευνητές του Columbia Business School της Νέας Υόρκης όταν ζήτησαν από διάφορους ανθρώπους να προβλέψουν την έκβαση καταστάσεων διάφορων τομέων: από την πολιτική μέχρι τον καιρό ή τον νικητή του “American Idol”. Πολύ σύντομα, διαπίστωσαν ότι εκείνοι που είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα συναισθήματά τους, προέβησαν σε καλύτερες προβλέψεις από όσους δεν το έκαναν… Το μόνο που απαιτούσε το πείραμα ήταν να υπάρχει στοιχειώδης γνώση γύρω από αυτούς τους τομείς. Αυτό το τελευταίο είναι ζωτικής σημασίας. Το να μη σκέφτεσαι πολύ δεν είναι το ίδιο με το αγνοείς κάτι ή να αδιαφορείς γι’ αυτό. Δεν μπορείτε να ξεχάσετε, αν δεν έχετε ήδη σκεφτεί. Ο Τζόκοβιτς ήταν σε θέση να κάνει την απόκρουση που έκανε, γιατί είχε κάνει το ίδιο πράγμα σε χιλιάδες παραλλαγές, σε άπειρους αγώνες, είχε πρακτικά εξασκηθεί σε αυτό. Οι λυρικές ρίμες του Dylan προέρχονται από χρόνια εμβάπτισης του σε λαϊκά τραγούδια, στη γαλλική ποίηση και στην ανάγνωση αμερικανικών θρύλων της λογοτεχνίας. Το ασυνείδητο των μεγάλων καλλιτεχνών, των αθλητών, όσων καταπιάνονται με κάτι για χρόνια, είναι σαν τα πυκνά τροπικά δάση, που από καιρού εις καιρόν στέλνουν σπόρους έμπνευσης. Όσο υψηλότερο το ζητούμενο και ο στόχος, τόσο η υπερβολική σκέψη καταντά πρόβλημα. Στο πεδίο των υψηλών επιδόσεων είναι οι ηλικιωμένοι και οι πιο επιτυχημένοι που είναι πιο επιρρεπείς στην αποτυχία, επειδή απαιτούν πολλά από τον εαυτό τους. Σκεφτείτε έναν τενόρο στη Σκάλα του Μιλάνου, το απώτατο σημείο της καταξίωσης του, να προβληματίζεται για την τεχνική του. Ή τον Φέντερερ σε κάθε σερβίς του πλέον να αισθάνεται σαν να στέκεται στον γκρεμό της ίδιας του της τεράστιας φήμης…
Πριν από λίγο καιρό, ο καθηγητής του Στάνφορντ, Claude Steele, μελετώντας τις επιδράσεις του άγχους στην απόδοση των φοιτητών στις ακαδημαϊκές εξετάσεις, έκανε το εξής πείραμα. Σε μια ομάδα φοιτητών που αποτελούνταν από Αφρο-Αμερικανούς και Καυκάσιους τους έβαλε ένα τεστ, με το οποίο τους είπε ότι θα μετρήσει την πνευματική τους ικανότητα. Οι Αφρο-Αμερικανοί εμφανίστηκαν χειρότεροι από τους Καυκάσιους. Στη συνέχεια, ο Steele έθεσε το ίδιο τεστ μια άλλη ομάδα φοιτητών, λέγοντας ότι πρόκειται απλώς για μια προπαρασκευαστική άσκηση. Οι Αφρο-αμερικανοί τα πήγαν έξοχα. Ο ίδιος αποδίδει την αποτυχία των Αφρο-αμερικανών της πρώτης ομάδας στο γεγονός ότι αισθάνονταν ακόμη πιο υπεύθυνοι για την εθνοτική ταυτότητα που εκπροσωπούσαν, άρα κάηκαν με το να σκέφτονται περισσότερο απ’ όσο έπρεπε για να αποδείξουν ότι αξίζουν. Πώς μαθαίνουμε λοιπόν να μη σκεφτόμαστε τόσο πολύ; Ο Μπομπ Ντίλαν πιστεύει ότι η δημιουργική παρόρμηση πρέπει να μας προστατεύει από την υπερανάλυση: «Με την πάροδο του χρόνου γίνεστε πιο έξυπνοι και αυτό μπορεί να μετατραπεί σε εμπόδιο… Πρέπει να προγραμματίσετε το μυαλό σας να μην σκέφτεται τόσο πολύ». Ο Flann O’Brien συμπληρώνει ότι η μόνη αξιόπιστη θεραπεία για την υπερβολική σκέψη φαίνεται να είναι η απόλαυση του να κάνεις αυτό που αγαπάς. Αυτό για το οποίο παραπονιούνται τόσο οι καλλιτέχνες, όσο και οι αθλητές, ότι κάποτε δηλαδή ξεχνούν γιατί ξεκίνησαν αρχικά να αγαπούν αυτό που κάνουν – και φυσικά γι’ αυτό ευθύνεται η υπερβολική σκέψη για το άγχος της πρωτιάς. Τι έκανε ο Τζόκοβιτς; Απλώς χάρηκε αυτό που έπραττε εκείνη τη στιγμή. Και φυσικά του βγήκε, λειτούργησε, του έδωσε τη νίκη. Ας το έχουμε αυτό κατά νου κάθε φορά που προβληματιζόμαστε, τηγανίζουμε το μυαλό μας, αναλύοντας κάθε πτυχή της δουλειάς μας και τελικά χάνουμε όλη τη χαρά…