Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024

ΛΟΥΤΡΑΚΙ: Κώστας Νταμαδάκης ή «Καρεκλάς»

- Advertisement -

 Κώστας Νταμαδάκης ή «Καρεκλάς»(1904-1984).
  Καί στό Ελληνικό Θέατρο Σκιών. Ο Κων­στα­ντί­νος
Ντα­μα­δά­κης ή Κα­ρε­κλάς δεν ή­ταν ό­ποιος ό­ποιος.
 Ή­ταν έ­να α­πό τα με­γα­λύ­τε­ρα ο­νό­μα­τα του ελ­λη­νι­κού
 θε­ά­τρου Σκιών. Και μό­νο το γεγο­νός ό­τι κα­τά­φερ­νε να
παί­ζει συ­νε­χώς, για πε­νή­ντα και βά­λε χρό­νια, σε μια
δύ­σκο­λη κα­ρα­γκιο­ζο­μά­να πιά­τσα σαν το Λου­τρά­κι, έ­λε­γε πολ­λά…
(Κ.Τσίπηρας)

Από το βιβλίο του Κώστα Τσίπηρα “Ο ήχος του Καραγκιόζη” Εκ­δό­σεις Λι­βά­νη, Α­θή­να 2001, σελ. 357, α­να­δη­μο­σιεύ­ου­με έ­να μέ­ρος του προ­λό­γου.

Ηταν κά­που στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’50, ό­ταν ο συγ­χω­ρε­μέ­νος ο πα­τέ­ρας μου με πρω­το­πή­γε στον Κα­ρα­γκιό­ζη.
Πα­ρα­θε­ρί­ζα­με
τό­τε στο Λου­τρά­κι, μια πό­λη στην ο­ποί­α με­σου­ρα­νού­σε το ά­στρο
του με­γά­λου κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτη Κων­στα­ντί­νου Ντα­μα­δά­κη ή
Κα­ρε­κλά. (…)

Δεν ή­ταν μια ο­ποια­δή­πο­τε πό­λη της
α­δι­κη­μέ­νης ελ­λη­νι­κής πε­ρι­φέ­ρειας τό­τε το Λου­τρά­κι. Και σε
κα­μιά πε­ρί­πτω­ση δεν έ­μοια­ζε με το ση­με­ρι­νό
ά­χρω­μο,·μο­λυ­σμέ­νο και αρ­χι­τε­κτο­νι­κά κα­κο­ποι­η­μέ­νο
πο­λε­ο­δο­μι­κό συ­γκρό­τη­μα. (…)

Ο
πα­τέ­ρας μου δεν εί­χε στραμ­μέ­νο το βλέμ­μα του α­πο­κλει­στι­κά
προς τη Δύ­ση και τον πο­λι­τι­σμό της. Φρό­ντι­σε να δεί­ξει στο γιο
του και τον πο­λι­τι­σμό που ήρ­θε α­πό την Α­να­το­λή και ρί­ζω­σε στον
τό­πο μας. “Να α­γα­πάς, ό­σο ζεις, τον Κα­ρα­γκιό­ζη”, ή­ταν τα λό­για
που μου εί­πε έ­να βρά­δυ. “Για­τί ο Κα­ρα­γκιό­ζης εί­ναι ό­,τι
πο­λυ­τι­μό­τε­ρο έ­χει δη­μιουρ­γή­σει ο σύγ­χρο­νος Έλ­λη­νας τα
τε­λευ­ταί­α χρό­νια”.

Τα λό­για του αυ­τά με συ­γκλό­νι­σαν και,
πα­ρό­τι ή­μουν παι­δά­κι τό­τε, δεν τα ξέχα­σα πο­τέ. Έ­πρε­πε βέ­βαια
να πε­ρά­σουν δε­κα­ε­τί­ες ο­λό­κλη­ρες, για να κα­τα­λά­βω τι
κρυ­βό­ταν πί­σω α­πό ε­κεί­νες τις μαυ­ρό­α­σπρες φω­το­γρα­φί­ες του
οι­κο­γε­νεια­κού μας άλ­μπουμ α­πό τη δε­κα­ε­τί­α του ’50.

Το φό­ντο τους, πί­σω α­πό τα χα­μό­γε­λα
των προ­σφι­λών μου προ­σώ­πων, ή­ταν δυ­στυ­χώς το με­λαγ­χο­λι­κό
σκη­νι­κό μιας Ελ­λά­δας και των αν­θρώ­πων
της, που α­φε­νός μεν έ­βγαι­ναν κα­τε­στραμ­μέ­νοι α­πό τη δί­νη του
Εμ­φυ­λί­ου, α­φε­τέ­ρου δε ε­τοι­μά­ζο­νταν, στο ό­νο­μα της χω­ρίς
ό­ρια α­νά­πτυ­ξης, να αλ­λά­ξουν σε λί­γα χρό­νια τα το­πί­α που
α­γα­πή­σα­με, τις αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις που βιώ­σα­με, τον
πο­λι­τι­σμό που θα θέ­λα­με να υ­πάρ­χει και σή­με­ρα…

Ό­μως ο πα­τέ­ρας μου, ε­κεί­νο το βρά­δυ,
δε με εί­χε πά­ει στον Κα­ρα­γκιό­ζη για να πε­ρά­σω την ώ­ρα μου και
να κερ­δί­σει τη δι­κή του. Με εί­χε πά­ει για να με μυ­ή­σει σε μια
τέ­χνη. (…)

Ο Κων­στα­ντί­νος Ντα­μα­δά­κης ή
Κα­ρε­κλάς δεν ή­ταν ό­ποιος ό­ποιος. Ή­ταν έ­να α­πό τα με­γα­λύ­τε­ρα
ο­νό­μα­τα του ελ­λη­νι­κού θε­ά­τρου Σκιών. Και μό­νο το γεγο­νός
ό­τι κα­τά­φερ­νε να παί­ζει συ­νε­χώς, για πε­νή­ντα και βά­λε
χρό­νια, σε μια δύ­σκο­λη κα­ρα­γκιο­ζο­μά­να πιά­τσα σαν το Λου­τρά­κι,
έ­λε­γε πολ­λά.
Για­τί στο Λου­τρά­κι, την ε­πο­χή ε­κεί­νη, ο
κό­σμος ή­ξε­ρε Κα­ρα­γκιό­ζη. Ό­χι σαν σή­με­ρα ό­που ο πρώ­τος τυ­χών
και α­τά­λα­ντος η­θο­ποιός με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτη
για να κο­ρο­ϊ­δέ­ψει τον κό­σμο…

Ο πα­τέ­ρας μου φρό­ντι­ζε βέ­βαια να με
πη­γαί­νει και το χει­μώ­να στους αρ­κε­τούς και α­ξιό­λο­γους
μπερ­ντέ­δες που υ­πήρ­χαν τό­τε στην Α­θή­να και στον Πει­ραιά, ό­μως
ε­γώ με τί­πο­τα δεν μπο­ρού­σα να δε­χτώ να α­κού­σω τη φω­νή άλ­λου
κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτη!

Για μέ­να ο Κα­ρα­γκιό­ζης εί­χε
ταυ­τι­στεί με τη φω­νή του Κα­ρε­κλά. Ή αυ­τός ή τί­πο­τα! Σή­με­ρα ο
Κα­ρα­γκιό­ζης, για μέ­να (και λυ­πά­μαι αν θα πι­κρά­νω κά­ποιους), δεν
εί­ναι τί­ποτ’ άλ­λο πα­ρά οι φω­νές του Μάν­θου Α­θη­ναί­ου και του
Σπυ­ρό­που­λου.

Οι χει­μώ­νες περ­νού­σαν δύ­σκο­λα
λοι­πόν, με λί­γο Κα­ρα­γκιό­ζη, λί­γο μπαρ­μπα-Μυ­τού­ση και λί­γο
κου­κλο­θέ­α­τρο, και α­νυ­πο­μο­νού­σα να έρ­θει το ε­πό­με­νο
κα­λο­καί­ρι για να ξα­ναρ­χί­σουν οι πα­ρα­στά­σεις του Ντα­μα­δά­κη
στο Λου­τρά­κι.

Ο Ντα­μα­δά­κης
έ­παι­ζε τό­τε σε έ­να μι­κρό θε­α­τρά­κι στην κε­ντρι­κή πλα­τεί­α της
πό­λης. Έ­να βρά­δυ, θα πρέ­πει να ή­μουν ο­χτώ χρο­νών, το τόλ­μη­σα,
δεν ξέ­ρω πώς. Ή­θε­λα να δω και τι υ­πήρ­χε πί­σω α­πό το λευ­κό πα­νί.

Τρυ­πώ­νω λοι­πόν πί­σω α­πό τον μπερ­ντέ,
σε μια στιγ­μή που ο μπαρ­μπα-Κώ­στας, έ­τσι τον έ­λε­γα, ή­ταν μα­ζί
με τη γυ­ναί­κα του στο τα­μεί­ο, στην εί­σο­δο του θε­ά­τρου (1 δραχ­μή
εί­χε το ει­σι­τή­ριο, θυ­μά­μαι!) και αρ­πά­ζω στα χέ­ρια μου τη
φι­γού­ρα του Κα­ρα­γκιό­ζη, την κολ­λά­ω λί­γο ά­γαρ­μπα στο πα­νί κι
αρ­χί­ζω να μι­λά­ω με τη φω­νή του ή­ρω­α μου!

Δε θα πρέ­πει να πέ­ρα­σε πολ­λή ώ­ρα, κι
αι­σθάν­θη­κα έ­να χέ­ρι να μου πιά­νει τον ώ­μο. Ή­ταν ο
μα­στρο-Κώ­στας. Φο­βή­θη­κα μη με χτυ­πή­σει για την α­πε­ρι­σκε­ψί­α
μου.

Ό­μως ο μα­στρο-Κώ­στας δε με χτύ­πη­σε.
Μου έ­πια­σε α­πα­λά τον ώ­μο και μου εί­πε: “Λά­θος την κρα­τάς τη
φι­γού­ρα, παι­δί μου. Έ­λα να σου δεί­ξω πώς να την κρα­τάς”.

Με εί­χε ή­δη προ­σέ­ξει, ή­ξε­ρε ό­τι κά­θε βρά­δυ ερ­χό­μουν  και ή­ταν πο­λύ ευ­γε­νι­κός μα­ζί μου.
Και
δε μου έ­δει­ξε α­πλώς πώς να κρα­τά­ω τη φι­γού­ρα, αλ­λά έ­να βρά­δυ
που έ­λει­πε η κό­ρη του, η Λέ­λα, που, ε­κτός α­πό κα­λή
τρα­γου­δί­στρια τρα­γου­διών του Κα­ρα­γκιό­ζη, ή­ταν και κα­λή
βο­η­θός του, μου ζή­τη­σε και να τον βο­η­θή­σω.

Η καρ­διά μου φτε­ρού­γι­ζε στα ου­ρά­νια! Ε­γώ βο­η­θός του Ντα­μα­δά­κη! Στην πα­ρέ­α δε με πί­στευαν!
Τα
χρό­νια περ­νού­σαν ευ­τυ­χι­σμέ­να κι ε­γώ ε­ξα­κο­λου­θού­σα  να
παί­ζω, έ­στω και σαν δεύ­τε­ρος και τρί­τος βο­η­θός, στον
Κα­ρα­γκιό­ζη. Τι τύ­χη! Άλ­λα παι­δά­κια της η­λι­κί­ας μου έ­παι­ζαν
με αυ­το­σχέ­διες φι­γού­ρες με­τα­ξύ τους, κι ε­γώ με πραγ­μα­τι­κές
φι­γού­ρες, για έ­να πραγ­μα­τι­κό κοι­νό! (…)

Η ευ­και­ρί­α για να ξα­να­σχο­λη­θώ με
τον Κα­ρα­γκιό­ζη μου δό­θη­κε το 1976. Φοι­τη­τής στο Πο­λυ­τε­χνεί­ο
Θεσ­σα­λο­νί­κης, για το χαρ­τζι­λί­κι και για το κέ­φι μου, δου­λεύ­ω
γρά­φο­ντας άρ­θρα στα πε­ριο­δι­κά Ή­χος και Τα­ξι­δεύ­ο­ντας. Κά­ποια
στιγ­μή μου έρ­χε­ται η ι­δέ­α να γρά­ψω μια σει­ρά άρ­θρων με τί­τλο:
“Ο Ή­χος του Κα­ρα­γκιό­ζη”.

Πρώ­τη
μου ε­πα­φή ο με­γά­λος κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτης «Ο­ρέ­στης» (Α­νέ­στης
Βα­κά­λο­γλου), που τον εί­χα γνω­ρί­σει δύ­ο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, σε
κά­ποιο α­πό τα α­τέ­λειω­τα τα­ξί­δια μου στους ελ­λη­νι­κούς τό­πους. Ο
Ο­ρέ­στης ή­ταν αυ­τός που με έ­φε­ρε σε ε­πα­φή με το Σω­μα­τεί­ο
Ελ­λή­νων Κα­ρα­γκιο­ζο­παι­χτών, που μου γνώ­ρι­σε τους υ­πέ­ρο­χους
Νιό­νιο Α­λε­ξό­που­λο, Πα­να­γιω­τά­ρα και Βα­σί­λα­ρο, που μου έ­δω­σε
την ευ­χά­ρι­στη εί­δη­ση: Ό­χι! Ο Ντα­μα­δά­κης δεν εί­χε πε­θά­νει!
Ζού­σε φτω­χός και λη­σμο­νη­μέ­νος σε έ­να σπί­τι στο Πε­ρι­στέ­ρι.


Ό­ταν πή­γα να τον ξα­να­δώ -εί­χαν μό­λις
πε­ρά­σει με­ρι­κές βδο­μά­δες α­πό τη με­γά­λη πλημ­μύ­ρα που
κα­τέ­στρε­ψε τη Δυ­τι­κή Ατ­τι­κή-, βρή­κα έ­να γε­ρα­σμέ­νο
μπαρ­μπα-Κώ­στα, σω­στό ρά­κος, για το γε­γο­νός ό­τι τα νε­ρά
κα­τέ­στρε­ψαν τις δερ­μά­τι­νες φι­γού­ρες του.

Τον βρή­κα ξα­πλω­μέ­νο, τυ­λιγ­μέ­νο στις
κου­βέρ­τες, έ­χο­ντας α­γκα­λιά τις α­γα­πη­μέ­νες του φι­γού­ρες του
Κα­ρα­γκιό­ζη και του Σταύ­ρα­κα, δύ­ο κα­μη­λο­δέρ­μα­τα του α­δερ­φού
του, α­πό τη δε­κα­ε­τί­α του ’30, και αυ­τός ο με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης
ξέ­σπα­σε σε α­να­φι­λη­τά!

Την ί­δια ε­πο­χή γνώ­ρι­σα ό­μως, ε­κτός
α­πό τον Ο­ρέ­στη, και το με­γά­λο κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτη και
τρα­γου­δι­στή Τά­κη Μελ­λί­δη και τη γυ­ναί­κα του, την κυ­ρά
Στα­μά­τα, δύ­ο σπου­δαί­ους αν­θρώ­πους, με τους ο­ποί­ους και
συν­δέ­θη­κα, ε­πί­σης, με βα­θιά φι­λί­α κι α­γά­πη.

Δεν υ­πήρ­χε φο­ρά που να κα­τε­βώ α­πό τη
Θεσ­σα­λο­νί­κη και να μην πά­ω να τους δω. Τους θε­ω­ρού­σα κά­τι σαν
μέ­ρος της οι­κο­γέ­νειάς μου και έ­κα­να ό,τι μπο­ρού­σα και ό,τι
περ­νού­σε απ’ το χέ­ρι μου να α­πα­λύ­νω την α­πε­ρί­γρα­πτη φτώ­χεια
τους.

Ζού­σαν σ’ έ­να η­μι­υ­πό­γειο, ό­του
Γκύ­ζη και σι­τί­ζο­νταν ου­σια­στι­κά α­πό την ε­νο­ρί­α τους.
Έ­νιω­θαν βα­θιά θλί­ψη για το γε­γο­νός ό­τι η Πο­λι­τεί­α δεν
εν­δια­φέρ­θη­κε πο­τέ να τι­μή­σει τον κυρ Τά­κη, πα­ρό­τι ή­ταν ο
ι­δρυ­τής του Σω­μα­τεί­ου Ελ­λή­νων Κα­ρα­γκιο­ζο­παι­χτών.

Την κα­ρα­γκιο­ζο­πα­ρέ­α μου
συ­μπλή­ρω­ναν ο φί­λος μου ο Νιό­νιος Α­λε­ξό­που­λος, σπου­δαί­α φω­νή
κι ε­ξαί­ρε­τος να­ΐφ ζω­γρά­φος, ο συ­μπα­τριώ­της μου και με­γά­λος
Ζα­κυν­θι­νός κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτης Νιό­νιος Πά­τρας, αλ­λά κι οι
δε­κά­δες άλ­λοι κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτες που γνώ­ρι­σα και α­γά­πη­σα.

Κι ο Κα­ρα­γκιό­ζης ξα­να­μπή­κε στη ζω­ή μου:
-με
τη μορ­φή του, σπου­δαί­ου, Θα­νά­ση του Σπυ­ρό­που­λου, στο
κα­λο­και­ρι­νό θε­α­τρά­κι του ο­ποί­ου, στην Α­νά­κα­σα, στους
Α­γί­ους Α­ναρ­γύ­ρους, ξη­με­ρο­βρα­δια­ζό­μου­να .-

-με τη μορ­φή του Γιώρ­γου Χα­ρί­δη­μου, του ο­ποί­ου το θε­α­τρά­κι στο Φα­νά­ρι του Διο­γέ­νη τι­μού­σα ι­διαί­τε­ρα·

με τη μορ­φή του Ο­ρέ­στη, για χα­τί­ρι του ο­ποί­ου τα­ξί­δευα τρεις
και τέσ­σε­ρις φο­ρές κά­θε κα­λο­καί­ρι στον Πύρ­γο, ό­που κα­θό­μουν
πολ­λές μέ­ρες, για να ευ­χα­ρι­στη­θώ το παί­ξι­μο αυ­τού του με­γά­λου
καλ­λι­τέ­χνη·

– με τη μορ­φή του ΦΟΘ­Κ, του
Φοι­τη­τι­κού Ο­μί­λου Θε­ά­τρου και Κι­νη­μα­το­γρά­φου της
Θεσ­σα­λο­νί­κης, ό­που μα­ζί με πολ­λούς φί­λους και συμ­φοι­τη­τές
εί­χα­με φτιά­ξει την “ο­μά­δα για Κα­ρα­γκιό­ζη”, δί­νο­ντας δω­ρε­άν
πα­ρα­στά­σεις για τους φοι­τη­τές σε διά­φο­ρες πό­λεις της Ελ­λά­δας,
αλ­λά και σε γη­ρο­κο­μεί­α και σε ορ­φα­νο­τρο­φεί­α·

– με τη μορ­φή του Μί­μη του Μά­νου, του
φί­λου μου κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτη και γιου του Κώ­στα Μά­νου, με τον
ο­ποί­ο και παί­ξα­με πολ­λές φο­ρές μα­ζί Κα­ρα­γκιό­ζη, στο
θε­α­τρά­κι του στη Χρυ­σού­πο­λη του Πε­ρι­στε­ρί­ου·

– με τη γνω­ρι­μί­α μου με το λά­τρη του
Κα­ρα­γκιό­ζη Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα και το λη­σμο­νη­μέ­νο ζω­γρά­φο και
συγ­γρα­φέ­α Τζού­λιο Κα­ΐ­μι·

– με τη μορ­φή της ΠΑ­ΠΟΚ, της
Πα­νελ­λή­νιας Πο­λι­τι­στι­κής Κί­νη­σης, με την ο­ποί­α και
διορ­γά­νω­σα εκ­θέ­σεις φω­το­γρα­φί­ας και φι­γού­ρας και
πα­ρα­στά­σεις στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, σε κά­ποια α­πό τις ο­ποί­ες
τι­μή­θη­κε με α­να­μνη­στι­κή πλα­κέ­τα ο με­γά­λος Τά­κης Μελ­λί­δης·

– με άρ­θρα στον Τύ­πο, με ται­νί­ες για
την τό­τε ΕΡ­Τ με, με… Μέ­χρι που κά­ποιοι συμ­φοι­τη­τές μου με
προ­έ­τρε­παν να στα­μα­τή­σω να σπου­δά­ζω μη­χα­νι­κός και να γί­νω
κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτης!

Ό­μως οι
με­γά­λοι κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτες και φί­λοι μου, άν­θρω­ποι κα­τά βά­ση
με­γά­λης πια η­λι­κί­ας, άρ­χι­σαν να πε­θαί­νουν ο έ­νας με­τά τον
άλ­λο.

Πρώ­τα πέ­θα­νε ο Τά­κης Μελ­λί­δης. Με­τά
ο Βα­σίλα­ρος. Με­τά ο Λευ­τέ­ρης ο Σπη­λιω­τό­που­λος, ο
μπαρ­μπα-Γιάν­νης ο Πα­πα­κων­στα­ντί­νου, ο Μί­μα­ρος, ο Νιό­νιος ο
Α­λε­ξό­που­λος, ο, ο…

Δεν ά­ντε­χα
άλ­λο να βλέ­πω τους με­γά­λους της τέ­χνης του θε­ά­τρου Σκιών να
πε­θαί­νουν πάμ­φτω­χοι και λη­σμο­νη­μέ­νοι και η Πο­λι­τεί­α να μην
κά­νει τί­πο­τα γι’ αυ­τούς.

Δεν ά­ντε­χα να βλέ­πω τους θε­με­λιω­τές
της τέ­χνης του Κα­ρα­γκιό­ζη να ζη­τια­νεύ­ουν, να γρα­τσου­νά­νε μια
κι­θά­ρα τα βρά­δια στις τα­βέρ­νες, να που­λά­νε σε ε­πι­τή­δειους τις
φι­γού­ρες τους για να ζή­σουν, και με­τά να πε­θαί­νουν.

Και
πέ­ρα­σαν αρ­κε­τά χρό­νια λύ­πης και σιω­πής. Και πέ­ρα­σαν αρ­κε­τά
χρό­νια, μέ­χρι η λύ­πη μέ­σα μου να με­τα­τρα­πεί σε ορ­γή. Οι
σύγ­χρο­νοί μου Νε­ο­έλ­λη­νες δε γνώ­ρι­ζαν πια πα­ρά μό­νο τον
Σπα­θά­ρη.

Μια και­νού­ργια φουρ­νιά ε­πι­τή­δειων
“συλ­λε­κτών” κα­τα­λή­στευαν τα αρ­χεί­α των κα­ρα­γκιο­ζο­παι­χτών, το
Σω­μα­τεί­ο Ελ­λή­νων Κα­ρα­γκιο­ζο­παι­χτών ε­πι­χει­ρού­σε να το
α­λώ­σει μια ο­μά­δα α­τά­λα­ντων κι ά­νερ­γων η­θο­ποιών, το δε
κρά­τος…

Αχ, αυ­τό το ά­θλιο το νε­ο­ελ­λη­νι­κό
κρά­τος, που λε­φτά έ­βρι­σκε για να με­τα­κα­λέ­σει α­κό­μα και
συμ­φω­νι­κές ορ­χή­στρες της πλά­κας, αχ, αυ­τά τα κόμ­μα­τα που
α­πο­κλει­στι­κά τον Σπα­θά­ρη κα­λού­σαν στα φε­στι­βάλ τους, αχ,
αυ­τοί οι υ­πουρ­γοί Πο­λι­τι­σμού, που άλ­λο­τε υ­πό­σχο­νταν ψευ­δώς
να ι­δρύ­σουν μια Ε­θνι­κή Σχο­λή Θε­ά­τρου Σκιών κι έ­να Μου­σεί­ο
Κα­ρα­γκιό­ζη κι άλ­λο­τε δε δε­χό­ντου­σαν να δουν ού­τε τη διοί­κη­ση
των κα­ρα­γκιο­ζο­παι­χτών, αχ, αυ­τοί οι ψευ­το­με­λε­τη­τές που
νό­μι­σαν ό­τι γνώ­ρι­ζαν τον Κα­ρα­γκιό­ζη έ­χο­ντας δει δύ­ο τρεις
κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτες, έ­χο­ντας πα­ρα­κο­λου­θή­σει τρεις τέσ­σε­ρις
πα­ρα­στά­σεις κι έ­χο­ντας δια­βά­σει τέσ­σε­ρα πέ­ντε φυλ­λά­δια
έρ­γων που δεν παί­χθη­καν πο­τέ στον Κα­ρα­γκιό­ζη!

Η λύ­πη μου εί­χε με­τα­τρα­πεί πια σε
ορ­γή. Κι αυ­τό με ώ­θη­σε πριν α­πό με­ρι­κά μό­λις χρό­νια να
ξα­να­σχο­λη­θώ για τρί­τη φο­ρά με τον Κα­ρα­γκιό­ζη. Δυ­στυ­χώς
βέ­βαια, φαί­νε­ται ό­τι για μέ­να οι πί­κρες δεν εί­χαν πά­ρει τέ­λος,
για­τί πρό­σφα­τα πέ­θα­ναν κι ο Γιώρ­γος ο Χα­ρί­δη­μος, ο Α­βρα­άμ ο
Α­ντω­νά­κος, ο Σπύ­ρος ο Κα­ρά­μπα­λης κι ο Ο­ρέ­στης, ο
σπου­δαιό­τε­ρος, κα­τά την τα­πει­νή μου γνώ­μη, κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτης
των τε­λευ­ταί­ων τριά­ντα χρό­νων, και στον τά­φο του, σε μια μι­κρή
γω­νί­τσα του Β’ Νε­κρο­τα­φεί­ου της γε­νέ­τει­ρας του Κα­ρα­γκιό­ζη,
της Πά­τρας, οι δη­μο­τι­κοί άρ­χο­ντες της πό­λης ού­τε μί­α
πι­να­κί­δα δεν έ­βα­λαν για να θυ­μί­ζει τον με­γά­λο αυ­τό
καλ­λι­τέ­χνη.

Η λύ­πη μου εί­χε με­τα­τρα­πεί πια σε
ορ­γή και την ορ­γή την ε­πέ­τει­νε κι η στε­νό­τε­ρη γνω­ρι­μί­α μου με
το σπου­δαί­ο Μάν­θο Α­θη­ναί­ο, τον κα­λύ­τε­ρο εκ­πρό­σω­πο της
α­θη­να­ϊ­κής σχο­λής του Κα­ρα­γκιό­ζη που ά­κου­σα πο­τέ, που, αν και
τον εί­χα δει πά­ρα πολ­λές φο­ρές α­πό τη δε­κα­ε­τί­α του ’70, τώ­ρα,
στην ω­ρι­μό­τη­τά του, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ’90,
α­να­κά­λυ­πτα έ­ναν άν­θρω­πο που ή­ταν ό­χι μό­νο σπου­δαί­ος
καλ­λι­τέ­χνης, αλ­λά και μα­χη­τής που α­γω­νι­ζό­ταν για τα δί­καια
της τέ­χνης του.

Για­τί ο Μάν­θος Α­θη­ναί­ος δεν παί­ζει
μό­νο Κα­ρα­γκιό­ζη. Α­σκεί κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή. Κι έ­τσι το μι­κρό
αυ­τό βι­βλί­ο που κρα­τά­τε στα χέ­ρια σας, φί­λες και φί­λοι
α­να­γνώ­στες, ε­νώ θα μπο­ρού­σε να εί­ναι έ­νας α­πλός φό­ρος τι­μής
στους με­γά­λους δα­σκά­λους της τέ­χνης του Κα­ρα­γκιό­ζη, εί­ναι και
κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο, σαν μια κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρί­ας, που έρ­χε­ται
μέ­σα α­πό τον λό­γο των δε­κά­δων, πολ­λών α­εί­μνη­στων σή­με­ρα,
κα­ρα­γκιο­ζο­παι­χτών τους ο­ποί­ους γνώ­ρι­σα και α­γά­πη­σα και των
ο­ποί­ων κα­τέ­γρα­ψα τη ζω­ή και το έρ­γο.


Για­τί η φω­νή τους εί­ναι η ί­δια η φω­νή
της Ελ­λά­δας, που, σε μια ε­πο­χή πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης,
α­γω­νί­ζε­ται να πε­ρι­σώ­σει ό,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο έ­χει, την
πο­λι­τι­στι­κή της κλη­ρο­νο­μιά, μέ­ρος της ο­ποί­ας, φυ­σι­κά, εί­ναι
και ο ελ­λη­νι­κός Κα­ρα­γκιό­ζης…

Α­θή­να, 15/1/2001

 

- Advertisement -

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Του αξίζει να τιμηθεί από τον δήμο μας. Αλλά αυτός ο τόπος έχει αποδείξει ότι θυμάται μόνο τους "λίγους"… Και ακόμα τους επιλέγει και για άρχοντες.

  2. Πολυ ωραια αρθρο…ο καραγκιοζης ειναι κομματι της ελληνικης κουλτουρας κ παραδοσης κ δεν πρεπει να χαθει.ευτυχως που υπαρχουν νεοι ανθρωποι που συνεχιζουν την παραδοση,οπως τα παιδια που εχουν το θιασο στο λουτρακι,τους Χαρη Μπιλλινη κ Τασο Γεωργιου.Τους εχω συναντησει απο κοντα,αγνοι χαρακτηρες κ καραγκιοζοπαιχτες με μερακι.κ το καλο ειναι οτι στο τελος αφηνουν τα παιδακια στο τελος να παιξουν με τις φιγουρες τους

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε ακόμα

Σχετικά άρθρα

loutrakiblog