Είναι αρκετοί οι οδηγοί που παρασύρονται και πίνουν ένα ή δύο ποτηράκια παραπάνω….
Σύμφωνα με την απόφαση, η εξακρίβωση, χρήσης οινοπνεύματος από οδηγούς κατά την οδήγηση οχημάτων και σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων από οδηγούς και πεζούς, γίνεται είτε με ηλεκτρονική αλκοολομετρική συσκευή είτε με αιμοληψία. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr/l) ή πάνω από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα.
Δηλαδή με τη μέθοδο της αιμοληψίας το όριο είναι 0,50, ενώ με τη μέθοδο ηλεκτρονικής αλκοολομετρικής συσκευής (αυτή που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια ελέγχων από την ΕΛΑΣ στο δρόμο) το όριο είναι 0,25.
Πρέπει να διευκρινιστεί, ότι οι συγκεκριμένες ποσότητες είναι ενδεικτικές, καθώς, για παράδειγμα, η ποσότητα μπύρας έχει υπολογιστεί με περιεκτικότητα αιθυλικής αλκοόλης 5% ενώ κυκλοφορούν στο εμπόριο και μπύρες περιεκτικότητας 10% ή και άνω, οι οποίες είναι ικανές να οδηγήσουν στην υπέρβαση του ορίου με την κατανάλωση της μισής ποσότητας από την προαναφερόμενη.
Τέλος το κατά πόσο μπορεί να επηρεάσει μια ποσότητα αλκοόλ την οδηγική ικανότητα του ανθρώπου εδώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο σχετικά. Είναι δυνατόν η ίδια ακριβώς ποσότητα αλκοόλ να επηρεάσει διαφορετικά το κάθε άτομο.
Για παράδειγμα, συνήθως ένας χρόνιος χρήστης επηρεάζεται λιγότερο από έναν περιστασιακό με ακριβώς την ίδια ποσότητα κατανάλωσης. Συνεπώς μόνο με την διενέργεια κλινικής εξέτασης μπορεί να αποδειχτεί με αξιοπιστία εάν μία αυξημένη τιμή οινοπνεύματος σημαίνει και απώλεια της οδηγικής ικανότητας, ειδικά όταν οι τιμές είναι πλησίον των ορίων. Γενικά όταν έχουμε τιμές μεταξύ 0,50-1,00 gr/l διαπιστώνουμε άρση των φυσιολογικών αναστολών, ευφορία, φλυαρία και υπερεμπιστοσύνη.